Η «θάλασσα» -ή μάλλον η «ζούγκλα»- τσιμέντου που μας περιτριγυρίζει, απορροφά σε μεγάλο βαθμό το διοξείδιο του άνθρακα, που έχει παραχθεί κατά την παραγωγή του τσιμέντου από τις βιομηχανίες. Σε αυτό το μάλλον απρόσμενο συμπέρασμα κατέληξε για πρώτη φορά μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα. Με τον τρόπο αυτό, η «θάλασσα» του τσιμέντου λειτουργεί όπως η πραγματική θάλασσα και η ζούγκλα του πρασίνου, που επίσης απορροφούν μεγάλες ποσότητες διοξειδίου, δρώντας ως αντίβαρο στην κλιματική αλλαγή.
Η μελέτη αναδεικνύει μια αθέατη -και παραγνωρισμένη μέχρι σήμερα- ωφέλιμη πλευρά των τσιμεντένιων κατασκευών, που με τον τρόπο τους βοηθάνε στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής (αφού βέβαια προηγουμένως οι τσιμεντοβιομηχανίες έχουν αυξήσει δραστικά τις εκπομπές διοξειδίου στην ατμόσφαιρα).
Οι ερευνητές από την Κίνα, τις ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντάμπο Γκουάν του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών “Nature Geoscience”, υπολόγισαν ότι το τσιμέντο της Γης που έχει χρησιμοποιηθεί σε κάθε είδους κτίρια, δρόμους και άλλες υποδομές, απορροφά περίπου ένα δισεκατομμύριο τόνους ατμοσφαιρικού διοξειδίου κάθε χρόνο.
Εκτιμάται ότι μεταξύ 1930-2013 παρήχθησαν πάνω από 76 δισεκατομμύρια τόνοι τσιμέντου διεθνώς και, παράλληλα, περίπου 4,5 γιγατόνοι (δισεκατομμύρια τόνοι) άνθρακα απορροφήθηκαν από το τσιμέντo. Η ποσότητα αυτή αποτελεί το 43% έως 44% του διοξειδίου που εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα κατά τη βιομηχανική παραγωγή του τσιμέντου στη διάρκεια της ίδιας περιόδου.
Συνεπώς κάθε χρόνο οι κατασκευές από τσιμέντο αφαιρούν από την ατμόσφαιρα σχεδόν το μισό διοξείδιο που δημιουργήθηκε από κατά την παραγωγή του. Οι εκπομπές διοξειδίου κατά την παραγωγή τσιμέντου αποτελούν τον κύριο όγκο (περίπου το 90%) των συνολικών εκπομπών διοξειδίου από όλες τις βιομηχανίες και γύρω στο 5% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου (η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων). Πριν το 1982 το περισσότερο διοξείδιο απορροφάτο από το τσιμέντο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, αλλά μετά το 1994, εξαιτίας της κατασκευαστικής «έκρηξης» στην Κίνα, το τσιμέντο αυτής της χώρας απορροφά περισσότερο διοξείδιο από όσο όλες οι άλλες χώρες μαζί.
Το τσιμέντο για σοβάδες έχει την μεγαλύτερη απορροφητικότητα σε διοξείδιο, όμως το περισσότερο τσιμέντο -γύρω στο 70% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής- χρησιμοποιείται για σκυρόδεμα (μπετόν). Όσο πιο γρήγορα κατεδαφίζεται ένα κτίριο, όσο δηλαδή μικρότερος είναι ο κύκλος της ζωής του, τόσο επιταχύνεται η απορρόφηση διοξειδίου, επειδή εκτίθενται στην ατμόσφαιρα μεγαλύτερα τμήματα τσιμέντου. Αυτό ισχύει ιδίως στην Κίνα όπου το μέσο κτίριο «ζει» γύρω στα 35 χρόνια, έναντι 65 έως 70 χρόνια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Μεταξύ 1990-2013 εκτιμάται ότι η απορρόφηση διοξειδίου από το τσιμέντο αυξάνεται με ένα ταχύ μέσο ετήσιο ρυθμό 5,8%, καθώς όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις γης καταλαμβάνονται από το τσιμέντο παγκοσμίως, ενώ ολοένα περισσότερα παλιά τσιμεντένια κτίρια κατεδαφίζονται. Την ίδια περίοδο, οι εκπομπές διοξειδίου κατά την παραγωγή του τσιμέντου αυξάνονται με ελαφρώς μικρότερο μέσο ετήσιο ρυθμό 5,4%. Συνεπώς, όσο περνάνε τα χρόνια, η συμβολή του τσιμέντου στην απορρόφηση του διοξειδίου αναμένεται να αυξηθεί.
Αλλά η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ, η οποία μέχρι σήμερα λαμβάνει υπόψη της μόνο τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά την παραγωγή του τσιμέντου, αγνοούσε τις μεγάλες ποσότητες διοξειδίου που στη συνέχεια το τσιμέντο απορροφά ξανά. Η απορρόφηση αυτή είναι μια αργή χημική διαδικασία και λαμβάνει χώρα, καθώς σταδιακά φθείρεται το τσιμέντο και το διοξείδιο, ξεκινώντας από την επιφάνεια, εξαπλώνεται όλο και πιο βαθιά στους πόρους που υπάρχουν στο εσωτερικό του δομικού υλικού.