«Μήδεια, κρείσσων των εμών βουλευμάτων»: «Με κατάπιε ο Μόμπι Ντικ» ακούγεται να λέει ο Νίκος Γραμματικός κάποια στιγμή στο φιλμ. Το ότι εμείς μπορούμε να τον συναισθανθούμε αποτελεί και ένα κερδισμένο στοίχημα. Ολα ξεκινούν όχι το 431 π.Χ. αλλά το 2008, όταν δηλαδή ο σκηνοθέτης ξεκινά τα γυρίσματα ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ με βάση τη «Μήδεια» (εμπνευσμένος, εν μέρει, από το σαιξπηρικών καταβολών τόλμημα του Αλ Πατσίνο με τίτλο «Αναζητώντας τον Ριχάρδο»). Κατά τη διάρκεια της έρευνας γινόμαστε μάρτυρες αποκαλυπτικών διαλόγων με σεναριογράφους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, δίνοντας το «παρών» σε ακροάσεις και πρόβες. Μόνο που, σταδιακά, ο σκηνοθέτης συνειδητοποιεί πως το μόνο που έχει καταφέρει είναι να χαθεί στον βυθό του ευριπίδειου λόγου. Ετσι, η ολοκλήρωση της ταινίας μετατρέπεται όχι απλώς σε στοίχημα, αλλά σε ζήτημα ζωής και θανάτου.
Με άλλα λόγια, το φιλμ που παρουσιάζουμε σήμερα αποπειράται κάτι φαινομενικά αδύνατο και δαιδαλώδες: όχι απλώς να καταγράψει αυτό το βύθισμα –και προφανώς την ανάδυση –του δημιουργού του, αλλά και να στήσει έναν παράλληλο, μυθοπλαστικό καμβά, όπου οι Γιούκι Κροντηρά, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιώργος Νούσιας και Αντώνης Αντωνίου (μεταξύ άλλων) ενσαρκώνουν τους ήρωες της μεγάλης αυτής τραγωδίας. Στο δεύτερο κομμάτι, τα αποτελέσματα ξεπερνούν κάθε προσδοκία: γνωρίζαμε πως ο Γραμματικός είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης ηθοποιών, η «Μήδειά» του όμως το αποδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλη ταινία στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του καθώς οι κινηματογραφημένοι σε φυσικούς χώρους ηθοποιοί αναβιώνουν στον λόγο και στην κίνησή τους όλες εκείνες τις σημάνσεις που καθιστούν τόσο αιχμηρό το πρωτότυπο.
Ελα όμως που οι σημάνσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αν το πρώτο κομμάτι, αυτό της αναζήτησης του δημιουργού, δεν ήταν απολύτως ειλικρινές. Ορίστε, βγήκε τελικά ανάποδη αυτή η κριτική: πηγαίνω από το τέλος στην αρχή της. Δύσκολα όμως μπορείς να διαχειριστείς αυτό το φιλμ δίχως να κοντοσταθείς με δέος απέναντί του –όπως δηλαδή ο σκηνοθέτης μοιάζει να τοποθετείται απέναντι στον Ευριπίδη (με τη σημαντική βοήθεια του Νίκου Χουρμουζιάδη, στον οποίο η «Μήδεια» είναι αφιερωμένη). Βλέπετε, τούτη εδώ η ταινία δεν μοιάζει με καμία άλλη στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: χειροποίητο animation, γύρισμα στον δρόμο, ρεαλισμός από τη μια, φαντασία από την άλλη. Αναρχος και ο λόγος στο φιλμ: από τη μια το χιούμορ του σκηνοθέτη και του Βαγγέλη Μουρίκη (τους συνδέουν χρόνια φιλίας, και αυτό «γράφει» στην οθόνη) και από την άλλη οι λέξεις ως φαινόμενα ρητορικά. Φαινομενικά, τίποτα δεν θα έπρεπε να λειτουργεί! Η επιτυχία αυτής της ταινίας όμως έρχεται να ανανεώσει όχι μόνο την πίστη μας στο σινεμά του Νίκου Γραμματικού (που καλά θα κάνει να επιστρέψει δυναμικά στον αγωνιστικό χώρο) αλλά και στους νόμους που διέπουν το τελικά όχι και τόσο ανερμήνευτο χάος.
Βαθμοί: 8