«Υπάρχει η πρόθεση να αποστασιοποιηθώ από τα έργα, να τα αποκόψω από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση. Ολοι οι πίνακες είναι τοποθετημένοι σε σημεία που τα προσδιορίζει η λογική του χώρου. Το βάθος τους δεν είναι εύκολα διακριτό. Προσπάθησα να δημιουργήσω δισδιάστατη εικόνα χρησιμοποιώντας ένα σύστημα μαθηματικών τύπων. Κάποιες φορές, βάθος και πρώτο επίπεδο συγκλίνουν. Το φυσικό σκηνικό είναι πάντα το κυρίαρχο θέμα. Δεν πρόκειται για πλούσιες συνθέσεις αλλά για βασικές δομές έκφρασης των αισθημάτων και των ιδεών μου. Η τέλεια αναλογία και η λογική απέναντι από το συναίσθημα». Η περιγραφή δεν ανήκει σε φτασμένο ζωγράφο αλλά σε φτασμένο μουσικό. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τον Μπομπ Ντίλαν, έργα ζωγραφικής του οποίου εκτίθενται αυτή την περίοδο στην ονομαστή γκαλερί Halcyon του Λονδίνου, με τον τίτλο «Τhe Beaten Path» («Η πεπατημένη οδός»). Με τα έργα του ο νομπελίστας Λογοτεχνίας πλέον προσκαλεί τον θεατή να ανιχνεύσει το δικό του βλέμμα στα αμερικανικά τοπία και τις μητροπολιτικές σκηνές, στους δρόμους, στις λεωφόρους και στις οδούς μεγάλης κυκλοφορίας. Και είναι ο ίδιος που υπογράφει τον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης εξηγώντας με ένα κείμενο αντάξιο κάποιου κριτικού τέχνης την ποιητική του ματιά πάνω στο τοπίο, απαλλαγμένο από τα εφήμερα αγγίγματα της ποπ κουλτούρας. Με αναφορές στον τρόπο που οι μεγάλοι ζωγράφοι της ιταλικής Αναγέννησης όπως ο Ντα Βίντσι, ο Καραβάτζιο, οι εκπρόσωποι της φλαμανδικής ζωγραφικής Βαν Αϊκ και Βερμέερ ή και ο αφαιρετικός εξπρεσιονισμός του Μαρκ Ρόθκο επηρέασαν τη δική του μέθοδο χρήσης του χρωστήρα για να αποδώσει άλλοτε φως, σκιές, και άλλοτε απροσδιόριστους όγκους και σχήματα.

ΤΣΑΡΛΙ ΠΑΡΚΕΡ ΚΑΙ ΦΡΟΪΝΤ. «Αν υπήρχε ένα είδος μουσικής για να συνοδεύσει αυτό το συμπίλημα εικόνων θα έλεγα ότι πρόκειται για ηχογραφήσεις των Πίτι Γουίτστρο, Τσάρλι Πάρκερ, Κλίφορντ Μπράουν ή των Μπλάιντ Λέμον και Γκίταρ Σλιμ. Ολοι τους καλλιτέχνες της μουσικής που μας κάνουν να νιώθουμε ψηλότεροι όταν τους ακούμε. Υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια να παραλείψω την κουλτούρα της κατανάλωσης ή τη λαϊκή κουλτούρα καθώς και τα στοιχεία της εμπορικής τέχνης, των διασημοτήτων, των συσκευασιών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης ή άλλες ενδείξεις όπως διαφημιστικές πινακίδες, εικόνες κόμικ ή έντυπες διαφημίσεις. Τα έργα της έκθεσης αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό θέμα από την εικονογραφία της καθημερινότητας της κουλτούρας της κοινωνίας. Δεν υπάρχει υπόνοια ότι αυτά τα έργα έγιναν με έμπνευση από τα γραπτά του Φρόιντ ή αποτελούν νοητικές εικόνες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του ύπνου ή από κάποιον κόσμο του φανταστικού ή του θρησκευτικού μυστικισμού. Μπροστά σε κάθε εικόνα ο θεατής δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί αν πρόκειται για ένα πραγματικό αντικείμενο ή για μια παραληρηματική αναπαράσταση. Αν έχει τύχει να περάσει από αυτό το σημείο που δείχνει η εικόνα, τότε θα δει το ίδιο πράγμα. Αυτό είναι που μας ενώνει όλους».