Black Friday σήμερα, για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ενα καταναλωτικό έθιμο που καθιερώθηκε στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οφείλει το όνομά του στα τσεκαρισμένα με μαύρο χρώμα λογιστικά φύλα των επιχειρήσεων τις ημέρες που είχαν θετικό ισολογισμό και εγκαινιάζει, με μεγάλες εκπτώσεις, την εορταστική περίοδο. Στην πράξη, μια ευκαιρία για επίφαση γιορτής, για να βγουν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους, να τριγυρίσουν στους στολισμένους δρόμους και να δώσουν μεγαλύτερη αγοραστική αξία στο εξοικονομημένο και χιλιοδιπλωμένο εικοσάρι τους. Πρότζεκτ μαύρο κι άραχλο όμως για τη μίζερη εσωστρέφεια ενός ιδεοληπτικού μισανθρωπισμού. Για όσους, δηλαδή, πασχίζουν να βρουν πολιτικό και κοινωνιολογικό πρόσημο στα παρκόμετρα που θέλουν να βάλουν στις χαρές των ανθρώπων.
Δυσφόρησε λοιπόν η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος και κατήγγειλε, σε συνδικαλιστική διάλεκτο από τα βάθη της δεκαετίας του 1980, ότι αυτό γίνεται «στον βωμό του κέρδους και του ανταγωνισμού των μεγάλων εμπόρων, οι οποίοι θέλουν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τζίρο». Πολλοί συντάχθηκαν με αυτήν την άποψη. Χαμένοι ίσως στα στενοσόκακα κάποιας σοβιετικής κωμόπολης της δεκαετίας του 1960, επιμένουν να ξεχνούν ότι το κέρδος και ο ανταγωνισμός των εμπόρων, στις ελεύθερες οικονομίες όπου ζούμε (εκτός και αν έχουμε ήδη συγκροτήσει κολεκτίβες και δεν μου το λένε) είναι η κινητήριος δύναμη της αγοράς. Και με αγορές ακίνητες δεν διασώζεται η αξιοπρέπεια των πολιτών –δεν πα’ να χορεύουν έναν μήνα καρσιλαμάδες και συρτούς στο Σύνταγμα.