Το ρολόι δείχνει λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι. Εκείνη – όπως πιθανότατα κάθε μέρα – προσπαθεί να στρώσει το κρεβάτι της και να συγυρίσει τα πράγματά της. Μόνο που αυτή η καθημερινότητα δεν εκτυλίσσεται στο δωμάτιο κάποιου σπιτιού αλλά στο πεζοδρόμιο, επί της οδού Σταδίου. Όσο για το κρεβάτι της, αντί για τάβλες και κεφαλάρι έχει χαρτόνια και παλέτες.
Η νεαρή γυναίκα, η οποία ζει στο δρόμο – σχεδόν στο ύψος της πλατείας Κολοκοτρώνη – δεν είναι η μόνη. Λίγο πιο πίσω, στην ίδια πλευρά του δρόμου, ένας άνδρας και μία γυναίκα – προφανώς είναι ζευγάρι – έχουν…στήσει το σπίτι τους έξω από τις βιτρίνες δύο ξενοίκιαστων καταστημάτων. Εκείνος κάθεται, έχοντας μπροστά του ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι ενώ εκείνη ακόμη κοιμάται, παρά τον θόρυβο των αυτοκινήτων.
Αντιμέτωποι με τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, με τις δύσκολες και πολλές φορές ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως είναι οι βροχές και το κρύο των τελευταίων ημερών, και κυρίως με την πραγματικότητα ότι η καθημερινότητά τους δεν περιλαμβάνει σπίτι, εργασία, κοινωνική ζωή. Οι γιορτές πλησιάζουν και αυτοί οι άνθρωποι για μία ακόμη φορά θα περάσουν τα Χριστούγεννα στο πεζοδρόμιο.
Ο αριθμός των αστέγων αυτής της χώρας δεν είναι ξεκάθαρος. Άλλωστε, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα επίσημη καταμέτρησή τους από την πολιτεία ή από αρμόδιους φορείς. Ωστόσο, κάποιοι κάνουν λόγο για περίπου 40.000 άστεγους σε όλη την Ελλάδα, με τους περισσότερους να ζουν στους δρόμους της Αθήνας. Ένα φαινόμενο που δεν είναι μόνο ελληνικό: Σε όλη την Ευρώπη υπολογίζεται πως οι άστεγοι είναι πάνω από 4 εκατομμύρια.
Άστεγος, όμως, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που ζει στα παγκάκια, στις στοές, στο πεζοδρόμιο. Όπως σημειώνει η κοινωνική λειτουργός της Praksis, Ιωάννα Περτσινίδου, «στην κατηγορία των αστέγων ανήκουν κι εκείνοι, οι οποίοι ζουν σε δομές προσωρινής φιλοξενίας αλλά και όσοι μένουν σε ανεπαρκή καταλύματα και ζουν κάτω από επισφαλείς συνθήκες. Άνθρωποι, δηλαδή που ναι μεν έχουν ένα σπίτι αλλά δεν έχουν θέρμανση, νερό ή ρεύμα». Αυτοί είναι και οι λεγόμενοι «αόρατοι άστεγοι», οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εντοπιστούν από τις οργανώσεις ή τους φορείς, εάν οι ίδιοι δεν απευθυνθούν για βοήθεια.
Από τα τρία Κέντρα Ημερήσιας Υποδοχής Αστέγων της οργάνωσης Praksis – σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη – από το 2012 μέχρι σήμερα έχουν περάσει και επωφεληθεί από τις υπηρεσίες τους περισσότεροι από 8.500 άνθρωποι. «Είναι ανοιχτές δομές για οποιονδήποτε βιώνει συνθήκες έλλειψης στέγης. Στους ανθρώπους αυτούς δίνεται η δυνατότητα να κάνουν μπάνιο, να πλύνουν τα ρούχα τους, παρέχεται Α/θμια φροντίδα υγείας καθώς και ένα πλέγμα υποστηρικτικών υπηρεσιών παρεχόμενο από εθελοντές, όπως δανειστική βιβλιοθήκη, κινηματογραφική λέσχη, παιδική γωνιά», λέει η κ Περτσινίδου.
Από τους ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν όλα αυτά τα χρόνια στα Κέντρα της Praksis, το 30% βρίσκονται στο δρόμο ενώ περίπου 4 στους 10 ζουν σε επισφαλή κατοικία ή κάτω από ανεπαρκείς συνθήκες. «Μεγάλο ποσοστό δεν έχει καν επίσημα χαρτιά. Το 35% είναι Έλληνες πολίτες και άνθρωποι, οι οποίοι ως επί το πλείστον βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης», επισημαίνει η κοινωνική λειτουργός της οργάνωσης.
Εκτιμάται ότι οι δια γυμνού οφθαλμού άστεγοι στα όρια του δήμου Αθηναίων είναι περίπου 1.500. Πόσοι, όμως, είναι αυτοί που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα κτίρια; Πόσοι είναι αυτοί που καθημερινά φτωχοποιούνται και κινδυνεύουν να μείνουν στο δρόμο;
Καθημερινά, 1.200 άστεγοι και άποροι – χωρίς να απαιτείται η επίδειξη επίσημων εγγράφων – στήνονται στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό στο Ανοιχτό Κέντρο Σίτισης του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ). Όπως επισημαίνει η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ, Ελένη Κατσούλη, πριν από 6 – 7 χρόνια ο αριθμός των ανθρώπων αυτών ήταν περιορισμένος. «Σήμερα, όμως, η ανάγκη για στήριξη έχει μεγαλώσει. Στους δύο ξενώνες φιλοξενίας που διαθέτει το ΚΥΑΔΑ – ένα μισθωμένο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και ένα ιδιόκτητο κτίριο στην οδό Πατησίων – μπορούν να φιλοξενηθούν συνολικά 212 άστεγοι, οι οποίοι θα πρέπει να ακολουθούν τους κανονισμούς λειτουργίας των δομών».
Από τον Ιούλιο του 2012 ξεκίνησε να λειτουργεί ο Κόμβος Αλληλοβοήθειας Πολιτών, από τον οποίο οι αιτούντες παίρνουν κάθε μήνα μία τσάντα με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης – προϊόντα που προσφέρονται μετά από χορηγίες. Σύμφωνα με την κ Κατσούλη, έχουν δεχθεί 10.000 αιτήσεις για βοήθεια και στήριξη που μεταφράζονται σε 26.000 ανθρώπους, εκ των οποίων τα 5.000 είναι παιδιά. «Ο Κόμβος δέχεται κατά μέσο όρο 15 αιτήσεις την ημέρα. Πρόκειται για άτομα που ζουν σε σπίτια, έχοντας χάσει τη δουλειά τους, με απλήρωτους λογαριασμούς και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ούτε ένα πιάτο φαγητό. Ή για συνταξιούχους που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους. Ο αριθμός των νεόπτωχων συνεχώς αυξάνεται. Στην αρχή το μεγαλύτερο ποσοστό των ωφελουμένων ήταν αλλοδαποί. Σήμερα, κατά 70% είναι Έλληνες. Μακάρι ο Κόμβος να μη χρειαζόταν, αλλά όσο υπάρχει αυτή η κρίση λειτουργεί ως ανάχωμα στην περαιτέρω φτωχοποίηση και στην πιθανότητα αστεγίας κι άλλων ανθρώπων», καταλήγει η κ Κατσούλη.
Οι νεο – άστεγοι του 2012
Το 2010 καταγράφηκε η μεγάλη αλλαγή στο φαινόμενο των αστέγων, όπως τονίζει η υπεύθυνη του προγράμματος στήριξης αστέγων του φορέα για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού «Κλίμακα», Άντα Αλαμάνου. «Για τα επόμενα 2 – 3 χρόνια βλέπαμε μία αύξηση του αριθμού των αστέγων. Αλλά δεν ήταν μόνο ποσοτική η διαφοροποίηση αλλά και ποιοτική, αφού πλέον στους δρόμους είχαμε τους “νεο-άστεγους”, ανθρώπους, δηλαδή παραγωγικούς, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με σπίτι, δουλειά, που είχαν μία επαρκή προηγούμενη ζωή αλλά η κρίση τους έπληξε και τα έχασαν όλα».
Έρευνα που είχε κάνει εκείνη την περίοδο η ΜΚΟ έδειξε πως σχεδόν 1 στους 2 αστέγους είχε παιδιά ενώ το 24,8% δούλευε σε τεχνικά επαγγέλματα και στον κατασκευαστικό τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 64,8% των ανθρώπων που βρέθηκαν στο δρόμο ήταν άστεγοι για λιγότερο από δύο χρόνια, με τους περισσότερους από τους μισούς να κινούνται στις περιοχές του ιστορικού κέντρου. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα ζούσαν με 0 – 20 ευρώ το μήνα, ενώ περίπου 6 στις 10 οικογένειες γνώριζαν για τον άστεγο συγγενή τους. Η πλειονότητα αυτών, δε, ήταν εχθρικές και αδιάφορες ως προς την κατάσταση του ατόμου.
Η στέγαση, η ιατρική περίθαλψη, η εργασία και η φροντίδα υγιεινής είναι οι σημαντικότερες ανάγκες, όπως τις ιεράρχησαν οι άστεγοι, με σχεδόν 8 στους 10 να δηλώνουν ότι μπορούν να αλλάξουν την κατάστασή τους.
Όπως επισημαίνει η κ Αλαμάνου, ανάμεσα στους νεο – άστεγους που καταγράφηκαν στην έρευνα βρίσκονταν όχι μόνο Έλληνες αλλά και οικονομικοί μετανάστες – από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία – , οι οποίοι ζούσαν χρόνια στη χώρα μας, είχαν πλήρως ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά επειδή εργάζονταν σε τομείς, όπως η οικοδομή, έμειναν χωρίς δουλειά και χωρίς υποστήριξη από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
«Σήμερα η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Αρχικά δε βλέπουμε να αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στο δρόμο. Συνεχίζουν να κοιμούνται στα πεζοδρόμια οι “παραδοσιακά” – αν μπορούσαμε να τους κατηγοριοποιήσουμε – άστεγοι, δηλαδή άτομα από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, με προβλήματα ψυχικής υγείας και εξαρτήσεων από τον τζόγο, το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά και χωρίς οικογένεια. Άλλωστε, παρατηρήσαμε πως οι περισσότεροι νέο – άστεγοι του 2012 κατάφεραν και έφυγαν από το δρόμο», τονίζει η κ Αλαμάνου.
Αυτό, όμως, που παρατηρείται πλέον έντονα είναι μία ανησυχητική αύξηση των ανθρώπων και των οικογενειών που ζουν σε ακατάλληλη και ανεπαρκή κατοικία, «κι αυτοί είναι οι εν δυνάμει άστεγοι. Σε αυτούς θα πρέπει να υπάρξει στήριξη, προκειμένου να μη βρεθούν στο δρόμο. Σήμερα δεν υπάρχει ένα εθνικό σχέδιο δράσης για τους άστεγους και τους εν δυνάμει άστεγους, παρά μόνο πυροσβεστικά μέτρα. Δράσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως τα συσσίτια ανακουφίζουν προσωρινά, χωρίς να δίνουν οριστικές λύσεις».