Ηταν μια παρουσίαση βιβλίου που έγινε πρωτοσέλιδο στον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Εντάξει, δεν απείλησε ο συγγραφέας το Μαξίμου, αλλά τα τρία τέταρτα του πάνελ εκείνων που μίλησαν για το έργο του. Κυριάκος Μητσοτάκης, Βαγγέλης Βενιζέλος και Σταύρος Θεοδωράκης, με την ευκαιρία της έκδοσης της τελευταίας συλλογής άρθρων του Γιώργου Παγουλάτου, «έστησαν» και «μια τρόικα εσωτερικού». Μπορεί άραγε κανείς να χρεώσει στον Παγουλάτο ότι «Το νησί που φεύγει», από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, τους έφερε πιο κοντά;
Θα ήταν μάλλον υπερβολικό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το νέο του πόνημα απλώς τους έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουν –μπροστά σε ένα κοινό ομοϊδεατών –τις εθνικές μας παθογένειες. Αναμενόμενο, γιατί ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, στο Βέλγιο, τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε έναν από τους αναλυτές της κρίσης. Αρθρογραφεί στην κυριακάτικη «Καθημερινή» και συχνά πυκνά ανταποκριτές και ρεπόρτερ των διεθνών μίντια ζητούν την άποψή του για σχετικά με την Ελλάδα θέματα. «Είχε και έχει» όπως είπε ο Βενιζέλος «όλες τις προϋποθέσεις να λειτουργεί ως σχολιαστής των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων μας».
Ποιες είναι αυτές; Αρχικά το βιογραφικό του, με σπουδές στη Νομική Αθηνών, μεταπτυχιακό και διδακτορικό από την Οξφόρδη και ένα πέρασμα ως μεταδιδακτορικός υπότροφος από το αμερικανικό Πρίνστον. Αλλά και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα με δημοσιεύσεις που περιλαμβάνουν μια επίκαιρη γκάμα από την πολιτική οικονομία και τη διακυβέρνηση στην ΕΕ και την ΟΝΕ, στη Νότια Ευρώπη και την Ελλάδα μέχρι την κρίση στην ευρωζώνη.
Πλην των ακαδημαϊκών περγαμηνών, όμως, που του παρέχουν τα εργαλεία να αναλύσει –με την απαραίτητη επιστημονική ψυχρότητα –το ελληνικό παράδοξο, έχει και ιδία εμπειρία από τα ενδότερα της κυβέρνησης. Και δη από τον πρώτο όροφο του Μαξίμου. Μεταξύ 2011 και 2012 υπήρξε διευθυντής Στρατηγικού Σχεδιασμού και σύμβουλος του Λουκά Παπαδήμου και του Παναγιώτη Πικραμμένου. Τότε έμαθε, όπως λέει σε συνομιλητές του, πόσο ρηχό είναι το σύστημα διακυβέρνησης και πόσο χαλαρή σχέση έχει ο στενός πυρήνας γύρω από τον πρωθυπουργό με τα υπουργεία και τη λοιπή Διοίκηση.
Ηδη, πάντως, από εκείνη την περίοδο δήλωνε ότι το πέρασμα στην πολιτική δεν ήταν εύκολο. Κυρίως επειδή σε αυτή την αρένα δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να εκφράζεται χωρίς να αυτολογοκρίνεται, όπως συμβαίνει στα αμφιθέατρα. Γι’ αυτό ίσως σήμερα, όταν ερωτάται αν σκέφτεται να πολιτευθεί (μιας και έγινε ευρύτερα γνωστός από την πρωτοβουλία των 58 –στο πλαίσιο της οποίας μάλιστα το όνομά του είχε ακουστεί για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς –αλλά και τη συμμετοχή του στην Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού), απαντά διπλωματικά ότι παίρνει στα σοβαρά μία από τις φράσεις που είπε ο Ομπάμα κατά την ομιλία του στην Αθήνα, πως «το κορυφαίο αξίωμα στη δημοκρατία είναι εκείνο του πολίτη». Οι επικριτές του, βέβαια, αντιτείνουν ότι απλά δεν θέλει να λερώσει τα χέρια του με τις αναγκαίες για την είσοδο στη Βουλή χειραψίες.
Αν επιθυμούσε κανείς να συνοψίσει το βασικό επιχείρημά του –γύρω από το οποίο αναπτύσσονται συνήθως οι παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα –θα χρησιμοποιούσε μια φράση του από την παρουσίαση της Δευτέρας: «Ανεξάντλητος στρατηγικός ορίζοντας της χώρας ήταν πάντα η Ευρώπη και η Δύση». Το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σε θεσμούς και αξίες, είναι λοιπόν το υπόδειγμα που υπερασπίζει. Και μιας και δεν παραλείπει να ζητά απόδειξη από τους οδηγούς ταξί, μάλλον εφαρμόζει και στην καθημερινότητά του αυτά που γράφει.
Σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν, ανήκει στην κατηγορία των καθηγητών που είναι ιδιαίτερα αγαπητοί στους φοιτητές. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που πιθανόν έχει να αντιμετωπίσει ως δάσκαλος είναι να κατορθώσει να πείσει τη γενιά των φοιτητών του, η οποία θα είναι η πρώτη που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες, για τη σημασία της ενωμένης Ευρώπης. Επειδή ανήκει στη γενιά εκείνων που έχουν μνήμες μιας περίκλειστης χώρας και παράλληλα βίωσαν την ακμή της ΕΕ. Αρα μπορούν να κάνουν τη σύγκριση πριν πετάξουν το μωρό μαζί με τα νερά, όπως λέει χαριτολογώντας. Ο Παγουλάτος, άλλωστε, πάντα τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Οχι, όπως επισημαίνει, γιατί είναι καλύτερα τα προγράμματα, αλλά κυρίως για να αποκτήσουν την εμπειρία μιας άλλης χώρας και να κατανοήσουν πόσα στοιχεία ταυτότητας έχει ο σύγχρονος άνθρωπος.
Είναι αυτός ο σχολιαστής της ελληνικής κρίσης πιο αισιόδοξος σήμερα; Αποφεύγει την απάντηση στο ερώτημα επειδή έχει «συναισθηματική διάσταση». Το κρίσιμο είναι, ειδικά για έναν αναλυτή, να παρατηρεί και να αναγνωρίζει τι χάθηκε και ποιες θετικές αλλαγές προέκυψαν. Τα πισωγυρίσματα τα γνωρίζουν όλοι, ποιες αλλαγές έχουν κατακτηθεί λοιπόν; Κατά την εκτίμησή του, η κυριότερη μεταβολή που επέφερε η κρίση είναι πως η κυβέρνηση, ως θεσμός, «έχει μάθει να κυβερνά βάσει μετρήσιμων στόχων και να αξιολογεί τις επιδόσεις της». Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό έχει πια «μια αίσθηση ρεαλισμού». Πώς τεκμηριώνει αυτό το τελευταίο; «Το τρίτο Μνημόνιο το ψήφισαν πέντε κόμματα». Οντως, παρότι όλα υστέρησαν και υστερούν στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.