Το καλοκαίρι του 1890, μια νεαρή γυναίκα που ονομαζόταν Ελίζαμπεθ (Μπέσι) Ντάσιελ χτύπησε το χέρι της ανάμεσα στα καθίσματα ενός τρένου καθώς πήγαινε διακοπές. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, παρατήρησε ότι στο σημείο του τραυματισμού της εμφανίστηκε ένα εξόγκωμα το οποίο, καθώς περνούσε ο καιρός, την πονούσε ολοένα και περισσότερο.

Εναν μήνα αργότερα, επισκέφθηκε έναν γιατρό που λεγόταν Ουίλιαμ Μπ. Κόλεϊ και ήταν χειρουργός οστών στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο δρ Κόλεϊ, που ήταν τότε 28 χρονών και μόλις είχε τελειώσει την ειδικότητα της χειρουργικής, της έκανε βιοψία για να βρει την αιτία της μόλυνσης που, όπως πίστευε, είχε αναπτύξει. Ωστόσο δεν υπήρχε ίχνος πύου ή φλεγμονής γιατί η Μπέσι είχε κάτι πολύ χειρότερο: σάρκωμα, μια επιθετική μορφή καρκίνου των οστών.

Εκείνη την εποχή, η θεραπεία εκλογής για τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου ήταν ο ακρωτηριασμός και έτσι, τον Νοέμβριο του 1890, ο δρ Κόλεϊ ακρωτηρίασε την ασθενή του από τον αγκώνα και κάτω. Παρά τη ριζική αντιμετώπιση, όμως, το σάρκωμα εξαπλώθηκε και σύντομα η νεαρή γυναίκα είχε επώδυνους όγκους σε όλο της το σώμα. Τον Ιανουάριο του 1891, σε ηλικία μόλις 18 ετών, η Μπέσι έχασε τη μάχη να κρατηθεί στη ζωή –και ο δρ Κόλεϊ άλλαξε για πάντα.

Ο τραγικός θάνατός της τον επηρέασε βαθιά και άρχισε να αναζητά καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου. Ετσι, άρχισε να εξετάζει τους ιατρικούς φακέλους όλων των ασθενών που είχαν νοσηλευθεί την τελευταία 15ετία με σάρκωμα στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει.

Από τους δεκάδες ασθενείς, ένας κέντρισε το ενδιαφέρον του. Λεγόταν Φρεντ Στάιν, καταγόταν από τη Γερμανία και είχε σάρκωμα το οποίο παρουσίασε πλήρη ύφεση όταν το σημείο του ακρωτηριασμού του μολύνθηκε από το βακτήριο στρεπτόκοκκος και ανέπτυξε ερυσίπελας (είναι μια σοβαρή λοίμωξη του δέρματος και των ιστών που βρίσκονται κάτω από αυτό).

Παρότι είχαν περάσει επτά χρόνια από τη νόσησή του, ο δρ Κόλεϊ τον αναζήτησε και τον βρήκε γερό και δυνατό, δίχως ίχνος καρκίνου στο σώμα του, στο Ιστ Σάιντ της Νέας Υόρκης.

Προσπαθώντας να κατανοήσει αυτό το μυστήριο, ο δρ Κόλεϊ χτένισε την ιατρική βιβλιογραφία και ανακάλυψε πως υπήρχαν αρκετές άλλες περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο οι οποίοι είχαν «αυτόματη ύφεση» της νόσου τους που συνέπιπτε με τη μόλυνση από ερυσίπελας.

Ο δρ Κόλεϊ σκέφτηκε ότι ο στρεπτόκοκκος πιθανώς παρήγε μια «τοξίνη» που προκαλούσε αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο στρεφόταν εναντίον του καρκίνου. Αποφάσισε λοιπόν να μάθει αν μολύνοντας επίτηδες έναν ασθενή με αυτόν θα μπορούσε να θεραπεύσει τη νόσο.

Το πρώτο πείραμα. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε το πρώτο πείραμα, σε έναν ασθενή που λεγόταν Ζόλα και ήταν μετανάστης από την Ιταλία. Ο Ζόλα έπασχε από καρκίνο κεφαλής και τραχήλου και είχε έναν όγκο μεγέθους αβγού στη δεξιά αμυγδαλή του. Η κατάστασή του ήταν τόσο βαριά, ώστε είχε λίγες μόνο εβδομάδες ζωής, και έτσι δέχτηκε πρόθυμα να κάνει ο δρ Κόλεϊ έγχυση ζωντανών και αδρανοποιημένων στρεπτόκοκκων μέσα στον όγκο του.

Το πείραμα απέδωσε πέρα από κάθε προσδοκία: ο όγκος του Ζόλα υποχώρησε εντελώς και ο άνδρας επέζησε για άλλα οκτώ χρόνια.

«Η φύση συχνά κάνει νύξεις για τα βαθύτερα μυστικά της» θα έλεγε χρόνια αργότερα ο δρ Κόλεϊ, ο οποίος αφιέρωσε τις τρεις επόμενες δεκαετίες της ζωής του στη μελέτη και βελτίωση της ανακάλυψής του, η οποία σήμερα θεωρείται η αρχή της ανοσοθεραπείας –και εκείνος, ο πατέρας της.