Η ικανότητα της ανοσοθεραπείας να αφαιρεί τα «φρένα» του ανοσοποιητικού ώστε να του επιτρέψει να επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον του καρκίνου, έχει αρχίσει να δίνει τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα στον πιο συχνό καρκίνο: αυτόν του πνεύμονα.

Οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί. Κάθε χρόνο τον εκδηλώνουν παγκοσμίως 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι (τα 1,2 εκατομμύρια είναι άνδρες) και 1,6 εκατομμύρια χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας του. Ετσι, είναι η πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο στους άνδρες και η δεύτερη στις γυναίκες.

Αν και οι θεραπείες βελτιώνονται συνεχώς και διαρκώς προστίθενται στις κλασικές (χειρουργική, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία) νέες και εξελιγμένες (στοχευμένες θεραπείες, καινούργιοι δείκτες, συμπληρωματικές θεραπείες), η αντιμετώπισή του, ειδικά όταν είναι προχωρημένος ή μεταστατικός, παραμένει πολύ δύσκολη.

«Για τους ασθενείς αυτούς η ανοσοθεραπεία αποτελεί μια επιπρόσθετη επιλογή, αν και διανύει τα πρώτα της βήματα στην κλινική πράξη» λέει ο παθολόγος ογκολόγος Πάρις Α. Κοσμίδης, διευθυντής της Β’ Παθολογικής – Ογκολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Υγεία και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας. «Εδώ και δύο χρόνια που την εφαρμόζουμε έχουμε δει πολύ καλές ανταποκρίσεις σε μερικούς ασθενείς. Σε ένα ποσοστό γύρω στο 20% έχουμε μακρόχρονη ανταπόκριση, δηλαδή οι ασθενείς περνούν 2ετή επιβίωση, όταν το προσδόκιμό τους ήταν μόνο μερικοί μήνες. Μάλιστα είχαμε ασθενείς που ήταν σε πολύ κακή κατάσταση (π.χ. δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν και να περπατήσουν) από τις πολλές μεταστάσεις και τώρα έχουν πολύ λιγότερες, εργάζονται σαν να μην είναι άρρωστοι και έχουν καλύτερες προοπτικές. Ασφαλώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ίαση στον μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα, αλλά σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για μακρύτερη επιβίωση και καλύτερη ποιότητα ζωής».

Ο δρ Κοσμίδης τονίζει ότι η ανοσοθεραπεία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά τόσο στη δράση όσο και στις ανεπιθύμητες ενέργειές της. «Κατ’ αρχήν είναι πιο αποτελεσματική στους καρκίνους των οποίων τα κύτταρα έχουν πολυάριθμες μεταλλάξεις στο DNA τους, όπως συχνά συμβαίνει εξαιτίας του καπνίσματος» εξηγεί. «Επιπλέον, στην αρχή της θεραπείας μπορεί να υπάρξει αύξηση του όγκου (μία ψευδοεπιδείνωση, δηλαδή) που θα βελτιωθεί στην πορεία».

Οσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες, αν και τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα είναι γενικώς καλά ανεκτά, με τους περισσότεροι ασθενείς που τα λαμβάνουν να μην εκδηλώνουν παρενέργειες που επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής, αρκετοί εκδηλώνουν φλεγμονώδεις αντιδράσεις όπως πνευμονίτιδα, δερματίτιδα, κολίτιδα κ.λπ. που μερικές φορές είναι σοβαρές.

Για ποιους ενδείκνυται

Στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα, οι περισσότεροι ασθενείς είναι υποψήφιοι για ανοσοθεραπεία διότιο μη-μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα για τον οποίο είναι εγκεκριμένα τα πρώτα φάρμακα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 85% των κρουσμάτων της νόσου.

Το αν θα εφαρμοστεί όμως εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ιστολογική εικόνα (βιοψία), η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς (είναι πιο κατάλληλη για πιο ακμαίους οργανισμούς), το ιατρικό ιστορικό (ο ασθενής δεν πρέπει να πάσχει από άλλες παθήσεις, ιδίως νόσους του κολλαγόνου, ρευματοπάθειες και γενικώς αυτοάνοσα νοσήματα), καθώς και το αν έχει προηγηθεί άλλη θεραπεία. «Αυτή τη στιγμή οι ασθενείς μας πρέπει να έχουν κάνει πρώτα μια χημειοθεραπεία, διότι οι έως τώρα κλινικές μελέτες με τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα έχουν γίνει υπό αυτές τις συνθήκες. Σύντομα όμως θα χορηγούνται και ως πρώτη θεραπεία» διευκρινίζει ο δρ Κοσμίδης.

Το ιδανικό, βέβαια, θα ήταν να επιλέγονται οι ασθενείς εξατομικευμένα, με βάση συγκεκριμένους βιολογικούς δείκτες που θα προβλέπουν ποιοι είναι πιθανότερο να ανταποκριθούν στην ανοσοθεραπεία. Προς την κατεύθυνση αυτή «έχει αναπτυχθεί ένα τεστ (λέγεται PDL-1), το οποίο έμμεσα δίνει κάποιες πληροφορίες για τις πιθανότητες επιτυχίας, αλλά δεν είναι ακόμα τελειοποιημένο ώστε να βασιστούμε απόλυτα σε αυτό, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζεται με όλα τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα» προσθέτει.

Πάντως, ακόμα κι αν κάποιοι ασθενείς δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για ανοσοθεραπεία, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν επιλογές. «Κάθε ασθενής έχει επιλογές ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου του, και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η χημειοθεραπεία, οι στοχευμένες θεραπείες και η ανοσοθεραπεία ως πρόσθετη επιλογή» ξεκαθαρίζει.

Οι μελέτες

Οι έως τώρα μελέτες δείχνουν ότι τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά στα δύο φύλα και ανεξαρτήτως ηλικίας. Προς το παρόν είναι εγκεκριμένα δύο, το nivolumab και το pembrolizumab, ενώ υπό έρευνα βρίσκεται ένα ακόμα (το atezolizumab) το οποίο φαίνεται να έχει «ενδιαφέροντα αποτελέσματα» ακόμη και σε εγκεφαλικές μεταστάσεις.

Το nivolumab φαίνεται ότι ως μονοθεραπεία (μεμονωμένα) είναι πιο αποτελεσματικό από τη χημειοθεραπεία και με λιγότερη τοξικότητα, ενώ σε συνδυασμό με ένα άλλο ανοσοθεραπευτικό φάρμακο, το ipilimumab (είναι εγκεκριμένο μόνο για το μελάνωμα) φαίνεται πως αποδίδει στο 39% των ασθενών και πως έχει διαχειρίσιμη τοξικότητα.

Αντίστοιχα, το pembrolizumab φαίνεται πως αποδίδει και όταν υπάρχουν μεταστάσεις στον εγκέφαλο, ενώ δοκιμάστηκε και σε μία άλλη μορφή καρκίνου του πνεύμονα που λέγεται μεσοθηλίωμα, επιτυγχάνοντας ανταπόκριση στο 28% των ασθενών. Φαίνεται επίσης πως είναι αποτελεσματικό και ως θεραπεία πρώτης γραμμής, αλλά εφόσον οι όγκοι των ασθενών έχουν πολλές μεταλλάξεις (PDL-1 θετική πάνω από 50%).

«Οσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε την ανοσοθεραπεία, την επεκτείνουμε και πιστεύω ότι στην πορεία θα μπορούμε να τη δίνουμε σε πιο πρώιμες μορφές καρκίνου» καταλήγει ο δρ Κοσμίδης.

Τι δείχνουν οι αριθμοί

1,8

εκατομμύρια νέα κρούσματα παγκοσμίως τον χρόνο

6.000

νέα κρούσματα τον χρόνο στην Ελλάδα

1,6

εκατομμύρια θάνατοι παγκοσμίως τον χρόνο

5.000

θάνατοι τον χρόνο στην Ελλάδα

85%

των κρουσμάτων οφείλονται στο κάπνισμα

1

στους 7 θανάτους παγκοσμίως οφείλεται στην ατμοσφαιρική ρύπανση