Η αντιμετώπιση του καρκίνου έχει τρεις πυλώνες που μπορεί να εφαρμοστούν σε όλες τις μορφές του: τη χημειοθεραπεία, την ακτινοθεραπεία και τη χειρουργική θεραπεία. Οι γιατροί εκτιμούν ότι η ανοσοθεραπεία πιθανότατα θα αποτελέσει τον τέταρτο πυλώνα και ότι θα χορηγείται άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα (ανοσοθεραπευτικά, στοχευμένα ή χημειοθεραπείες) για να βοηθήσει τους ασθενείς να ζουν πολλά και καλά χρόνια, ακόμα κι αν εξακολουθούν να έχουν τη νόσο στο σώμα τους.

Τι είναι όμως η ανοσοθεραπεία, πώς επιδρά, για την αντιμετώπιση ποιων μορφών καρκίνου ενδείκνυται και τι μπορούν να ελπίζουν οι ασθενείς; Τις απαντήσεις δίνουν οι ειδικοί:

Τι είναι η ανοσοθεραπεία;

Η ανοσοθεραπεία είναι μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση κατά του καρκίνου διότι, σε αντίθεση με τη χημειοθεραπεία που επιτίθεται στους καρκινικούς όγκους μέσω διακοπής του πολλαπλασιασμού τους, η ανοσοθεραπεία στοχεύει το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς, το οποίο προσπαθεί να διεγείρει ώστε να επιτεθεί εναντίον των καρκινικών κυττάρων, απαντά ο πρύτανης Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος, καθηγητής Θεραπευτικής Ογκολογίας και Αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Γι’ αυτό τον λόγο μπορεί να αποτελέσει όπλο εναντίον πολλών μορφών καρκίνου και να παράσχει μακροχρόνια προστασία με περιορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Πώς επιδρά;

Η ανοσοθεραπεία κατά του καρκίνου διεγείρει τα κύτταρα του ανοσοποιητικού με διάφορους μηχανισμούς, αλλά δύο είναι αυτοί που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, απαντά ο παθολόγος ογκολόγος Πάρις Α. Κοσμίδης, διευθυντής της Β’ Παθολογικής – Ογκολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Υγεία και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας.

Ο πρώτος είναι οι αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού (check-point inhibitors) που αφαιρούν τα «φρένα» του ανοσοποιητικού. Οπως εξηγεί, όταν πρωτοαναπτυχθεί ένα καρκινικό κύτταρο, το ανοσοποιητικό αντιδρά και ορισμένα κύτταρά του (τα Τ-λεμφοκύτταρα) ενώνονται με το καρκινικό κύτταρο. Η ένωση αυτή δημιουργεί ορισμένους δεσμούς, άλλοι εκ των οποίων εμποδίζουν την καταστροφή του καρκινικού κυττάρου και άλλοι την ευνοούν. Αν το ανοσοποιητικό είναι ισχυρό, το καρκινικό κύτταρο καταστρέφεται, ειδάλλως επιβιώνει και αναπτύσσεται.

Οι πιο γνωστοί και μελετημένοι τέτοιου είδους δεσμοί είναι το PD-1, το PD-L1 και το CTLA-4 που παίζουν ανασταλτικό ρόλο στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων από τα Τ-λεμφοκύτταρα.

Αυτοί ακριβώς οι μηχανισμοί αποτελούν στόχο των σύγχρονων ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων, τα οποία είναι μονοκλωνικά αντισώματα που κατορθώνουν να τους αδρανοποιήσουν ώστε να επιτεθούν τα Τ-λεμφοκύτταρα στα καρκινικά κύτταρα –και γι’ αυτό «η σύγχρονη ανοσοθεραπεία αναδεικνύεται σε νέο πυλώνα στη θεραπεία του καρκίνου» υπογραμμίζει ο δρ Κοσμίδης.

Στην κατηγορία των αναστολέων των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού ανήκουν τα φάρμακα ipilimumab, nivolumab, pembrolizumab και atezolizumab.

Ο δεύτερος μηχανισμός είναι πιο εξατομικευμένος και βασίζεται στη λήψη μερικών κυττάρων από το ανοσοποιητικό του ασθενούς, τη γενετική τροποποίησή τους ώστε να σκοτώνουν τον καρκίνο και την έγχυσή τους πίσω στο αίμα. Η θεραπεία αυτή είναι γνωστή ως CAR T-cell (CART) και είναι ακόμα ερευνητική, αλλά φαίνεται αποτελεσματική εναντίον ορισμένων σοβαρών μορφών λευχαιμίας και λεμφώματος.

Οι περισσότερες έρευνες αυτή τη στιγμή αφορούν τους αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού, που μπορεί να συνδυάζονται και με προηγούμενες γενιές ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων (π.χ. ipilimumab) που έχουν διαφορετικό τρόπο δράσης.

Πόσο αποτελεσματική είναι;

Παρότι η ανοσοθεραπεία είναι εκπληκτικά αποτελεσματική σε μερικές περιπτώσεις, αυτό δεν παρατηρείται σε όλους τους ασθενείς. Σε αδρές γραμμές, η αποτελεσματικότητα των αναστολέων των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού κυμαίνεται γύρω στο 20% – 40%, αν και ειδικά στους ασθενείς με μελάνωμα μπορεί να είναι υψηλότερη. Τα ποσοστά αυτά αφορούν τους ασθενείς που έχουν ύφεση ή και πλήρη συρρίκνωση των όγκων τους για πολλά έτη.

Ο συνδυασμός των ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων φαίνεται πως αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους, αλλά ούτε σε αυτόν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς.

Η θεραπεία CART μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ύφεση τουλάχιστον το 25% των ασθενών, με άλλους από αυτούς να παραμένουν για χρόνια σε ύφεση και άλλους να υποτροπιάζουν γρήγορα.

Γιατί δεν αποδίδει

σε όλους τους ασθενείς;

Ο ακριβής λόγος δεν είναι γνωστός, αλλά πιστεύεται ότι το κλειδί είναι η διαφορετικότητα κάθε καρκίνου. «Οι πιθανότητες ανταπόκρισης, δηλαδή ικανοποιητικής συρρίκνωσης των όγκων, αυξάνονται στους όγκους που φέρουν πολλούς ανασταλτικούς δεσμούς» λέει ο δρ Κοσμίδης.

Αυτός είναι και ο λόγος που γίνονται έρευνες για να βρεθούν οι κατάλληλοι βιοδείκτες, οι οποίοι θα δείχνουν ποιοι ασθενείς έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να βοηθηθούν από την ανοσοθεραπεία. Οι βιοδείκτες είναι ουσίες που ανιχνεύονται στη βιοψία του καρκίνου ή στο αίμα και που η παρουσία τους μπορεί να προβλέψει τη θετική αποτελεσματική έκβαση της θεραπείας.

Τι θα απογίνουν οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται;

Αν δεν αποδώσει η ανοσοθεραπεία, δεν σημαίνει πως ο ασθενής δεν έχει άλλες επιλογές απαντά ο δρ Κοσμίδης. Κάθε ασθενής έχει επιλογές ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου του και η ανοσοθεραπεία είναι απλώς μία από αυτές. Πολύ σημαντική πρόοδος γίνεται και στον τομέα της στοχευμένης θεραπείας με νέα φάρμακα, καινούργιους δείκτες και συμπληρωματικές θεραπείες, ενώ και η ακτινοθεραπεία και οι χειρουργικές τεχνικές βελτιώνονται διαρκώς. Επιπλέον, γίνονται δεκάδες μελέτες που δοκιμάζουν διάφορους συνδυασμούς παλαιών και νέων θεραπειών με την ελπίδα ότι θα βρεθεί κάτι καλύτερο για καθεμία από τις μορφές καρκίνου.

Αποδίδει στα παιδιά;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, διότι τώρα αρχίζουν οι εκτενείς μελέτες και σε παιδιατρικούς ασθενείς, επομένως θα χρειαστεί λίγος καιρός για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητά της. Οι πρώτες μελέτες όμως με τους αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού υποδηλώνουν ότι ίσως δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί όσο στους ενηλίκους. Μια θεωρία είναι ότι τα φάρμακα αυτά αποδίδουν καλύτερα σε καρκίνους με πολλές μεταλλάξεις και οι παιδιατρικοί καρκίνοι τείνουν να έχουν λιγότερες.

Αντιθέτως, η θεραπεία CART έχει εξεταστεί εκτενώς σε παιδιά και έχει επιδείξει αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα στην οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, που είναι η πιο συχνή λευχαιμία της παιδικής ηλικίας.

Σε ποιες μορφές καρκίνου εφαρμόζεται η ανοσοθεραπεία;

Τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα στοχεύουν ευρύ φάσμα των νεοπλασματικών νόσων, από τον καρκίνο του μαστού, του προστάτη και το μελάνωμα έως το λέμφωμα και το πολλαπλό μυέλωμα, απαντά ο πρύτανης Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος.

Ειδικά οι αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού (check-point inhibitors) είναι προς το παρόν εγκεκριμένοι για το προχωρημένο μελάνωμα (είναι η πιο επιθετική μορφή καρκίνου του δέρματος), τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονος (αντιπροσωπεύει σχεδόν το 85% των κρουσμάτων της νόσου), το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα (είναι η συνηθέστερη μορφή καρκίνου του νεφρού στους ενηλίκους), το λέμφωμα Χότζκιν και τους καρκίνους κεφαλής και τραχήλου, ενώ επίκειται η έγκρισή τους για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, το νευροενδοκρινικό καρκίνωμα merkel (είναι σπάνιο καρκίνωμα του δέρματος) κ.ά.

Συνολικά, όμως, αποτελούν αντικείμενο μελέτης για δεκάδες μορφές καρκίνου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται ο καρκίνος του στομάχου (γαστρικός καρκίνος) και το γλοιοβλάστωμα (καρκίνος του εγκεφάλου). «Στο μέλλον μοιάζει δυνατό μέσω της ανοσοθεραπείας να επιτευχθεί η ίαση αρκετών μορφών» τονίζει ο δρ Δημόπουλος.

Ποια είναι τα μειονεκτήματά της;

«Ενα από τα βασικά μειονεκτήματά της είναι κάποιες παρενέργειες που αφορούν φαινόμενα αυτοανοσίας (δηλαδή επίθεση των κυττάρων του ανοσοποιητικού και σε φυσιολογικούς ιστούς και όργανα του σώματος, με συνέπεια την εκδήλωση προβλημάτων όπως η πνευμονίτιδα, η κολίτιδα, η εντερίτιδα) και αλλεργικές αντιδράσεις» απαντά ο δρ Δημόπουλος. «Ωστόσο τα πλεονεκτήματα νομίζω ότι υπερκαλύπτουν κατά πολύ τις όποιες παρενέργειες έχουν παρατηρηθεί».