Ολα τα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη εκπέμπουν την ευαισθησία του, το «Κλαρινέτο» όμως αποτελεί ένα απόγειο ευαισθησίας και συγκίνησης. Γραμμένο ωστόσο –σπεύδουμε να καθησυχάσουμε τους φανατικούς αναγνώστες του –με το γνωστό ύφος του, ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή που κοιτάζει τις περιπέτειες της ζωής άλλοτε θυμόσοφα, άλλοτε υπονομευτικά, πάντα ωστόσο με εκείνη τη λοξά βαθιά ματιά που τον χαρακτηρίζει.
Η ιδιαιτερότητα εδώ είναι ότι μιλάει για τους πρόσφατα πεθαμένους εκδότες του, κυρίως τον Γάλλο, τον Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς, αλλά και την Ελληνίδα Μάγδα Κοτζιά του Εξάντα, σε δεύτερο πλάνο. Ο Ρομπέρτς υπήρξε στενός του φίλος, είναι ο άνθρωπος που πρώτος τον εμπιστεύτηκε στη Γαλλία και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το «Σάντουιτς», γραμμένο απευθείας στα γαλλικά, και που τον έπαιρνε μαζί του σε όλους τους εκδοτικούς οίκους που άλλαζε κατά καιρούς, στην εξέλιξη της καριέρας του. Επίσης ήταν και συγγραφέας άνω των είκοσι μυθιστορημάτων κι εκείνος. Η φιλία τους ήταν τόσο στενή που σήμερα ο Αλεξάκης αφιερώνει το βιβλίο στα παιδιά του, ενώ –και αυτή είναι η άλλη σημαντική ιδιαιτερότητα του κειμένου που δυναμώνει τη συγκίνηση –σε όλη την έκταση του βιβλίου, ανεξάρτητα για τι πράγμα μιλάει, απευθύνεται πάντα στον φίλο του στον οποίο και διηγείται τα πάντα.
Σε πρώτο πρόσωπο
Μυθιστόρημα λοιπόν στο οποίο πρωταγωνιστούν οι δύο φίλοι, ως πομπός ο Αλεξάκης, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ως δέκτης ο Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς, που γίνεται ο σκιώδης συμπρωταγωνιστής του. Ο Αλεξάκης ισχυρίζεται πάντα ότι ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να έχει ένα μόνο θέμα, αυτό δεν σε πάει μακριά. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στη δική του περίπτωση το πραγματικό θέμα δεν είναι μόνο το τι περιγράφει, όσο, κυρίως, το πώς το περιγράφει, το ύφος του γενικότερα. Το συγκεκριμένο βιβλίο, εν πάση περιπτώσει, έχει τρία θέματα. Τον καρκίνο του Ζαν-Μαρκ, τον «καρκίνο» της Ελλάδας στη διάρκεια της κρίσης και τη μνήμη. Ως προς το τελευταίο, οι δύο φίλοι είναι εντελώς διαφορετικοί. Ο Ζαν-Μαρκ θυμάται τα πάντα, ποιο έργο λ.χ. έβλεπε στο σινεμά την ώρα που πρωτοάγγιξε, έφηβος, γυναικεία στήθη, ενώ ο Αλεξάκης πολύ λίγα. Σε κάποια πόλη της Γαλλίας όπου παρουσίαζε ένα βιβλίο του, μια ξανθιά που καθόταν στην τρίτη σειρά τον πλησίασε στο τέλος της εκδήλωσης. Ο Αλεξάκης περιγράφει τη σκηνή ως εξής: «Η ξανθιά μου εκμυστηρεύτηκε στο τέλος της συγκέντρωσης ότι είχαμε ήδη γνωριστεί στο Κλερμόν Φεράν δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν φοιτήτρια.
–Κάνατε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο, κουβεντιάσαμε πολλή ώρα μαζί, μου χαρίσατε κι ένα σχέδιό σας!
Ηταν πλέον διευθύντρια ενός περιοδικού αφιερωμένου στη θεατρική τέχνη. Στράφηκε προς τον σύντροφό της, που ήταν ένας νέος ηθοποιός.
–Ξέρεις κάτι, Ζαν-Μισέλ; Το σκίτσο που έχω κολλήσει στην πόρτα του ντουλαπιού της κουζίνας, αυτός ο κύριος το έχει φτιάξει!
Τι να παρίστανε αυτό το σχέδιο; Δεν θυμόμουν καθόλου ότι είχα κάνει σεμινάριο δημιουργικής γραφής στο Κλερμόν Φεράν. “Μπορεί στο εξής να μου λέει ο καθένας ό,τι θέλει σχετικά με το παρελθόν μου, εφόσον δεν θυμάμαι πια τίποτε”».
Σε όλη αυτή την αφήγηση περνά η ζωή των δύο ανδρών, οι διασκεδάσεις τους, οι έρωτές τους, τα παιδιά τους, οι ανησυχίες τους, η αρρώστια, τα εστιατόρια στα οποία πήγαιναν. Ταυτόχρονα οι φόβοι του συγγραφέα, θέματα που πραγματεύεται σε όλο του το έργο όπως η σχέση του με τη γλώσσα (γράφει και ελληνικά και γαλλικά), η θέση του ως «μετανάστη» στη Γαλλία, η νοσταλγία της Ελλάδας, το πώς εξιδανικεύει κανείς τη χώρα προέλευσης κατηγορώντας τη χώρα στην οποία ζει. Συχνά με φράσεις πολύ ποιητικές, εύστοχες, καίριες: «Θα γυρίσω στην Ελλάδα για να ξαναβρώ τη σκιά μου» γράφει ξαφνικά γκρινιάζοντας για έναν μουντό γαλλικό ουρανό που δεν άφηνε καμιά σκιά να εμφανιστεί στο έδαφος.
Οι εμπειρίες του από την Ελλάδα της κρίσης, την οποία επισκέπτεται παράλληλα και εξερευνά, κάνοντας παρέα με κάθε λογής ανθρώπους της, επιστήμονες, αστέγους, ανθρώπους που πηγαίνουν σε συσσίτια ή την υπερεκατοντάχρονη αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά, τη Λιλή Αλιβιζάτου, που πλέκει καθημερινά ρούχα για φτωχά παιδάκια καταγράφονται αναλυτικά, συχνά συμπεριλαμβάνοντας τραγελαφικά επεισόδια, όπως την αιφνίδια κατρακύλα ενός κάδου απορριμμάτων που ψαχούλευε μία άστεγη από τη Δεξαμενή σχεδόν μέχρι την οδό Βουκουρεστίου. Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα με βάση τα όσα βλέπει είναι οξυδερκείς, ενώ ανελέητη είναι και η κριτική του στην Ακροδεξιά, την Εκκλησία, αλλά και τις κυβερνήσεις της εποχής που περιγράφει το βιβλίο (2013-2014).
Στην κοιλιά της πόλης
Η σιωπή
Μοναξιά, η τελευταία κατάκτηση
Ο Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς, έτσι όπως περιγράφεται στο βιβλίο, είναι άνθρωπος που ερωτευόταν εύκολα και χώριζε συχνά, αλλά με επώδυνο τρόπο. Λέει ο Βασίλης Αλεξάκης, απευθυνόμενος σε εκείνον, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Ρομπέρτς:
«Σου ήταν δύσκολο να χωρίζεις για τον πρόσθετο λόγο ότι θεωρούσες τον εαυτό σου ανίκανο να ζήσει μόνος του. Ισως ο φόβος της μοναξιάς να εξηγεί ότι ήσουν τόσο ευάλωτος στις οπτασίες. Δεν είχες ζήσει ποτέ μόνος πριν τα τσουγκρίσεις με την Ολγα. Το τελευταίο σου βιβλίο είναι το πρώτο που έγραψες σε ένα εντελώς σιωπηλό διαμέρισμα. Είναι αισθητό αυτό στην ανάγνωση, δίνει στο μυθιστόρημά σου μια πρόσθετη χάρη. Αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρία μου ότι η αξία των βιβλίων εξαρτάται από τον χώρο που διαθέτουν στη σιωπή. Η μοναξιά υπήρξε η τελευταία σου κατάκτηση».
Βασίλης Αλεξάκης
Το κλαρινέτο
Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 464
Τιμή: 18 ευρώ