Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είναι όντως ο πατέρας του μεταπολεμικού μας θεάτρου. Εξάλλου έχει όλα τα τραυματικά εύσημα της πνευματικής μας ζωής διακόσια τόσα χρόνια. Γιατί και ο Χουρμούζης και ο Βυζάντιος λίγο μετά την Επανάσταση ξεκίνησαν τη θεατρική περιπέτεια ως ερασιτέχνες και ως αυτοδίδακτοι. Το ίδιο και ο Σοφοκλής Καρύδης. Αυτός μάλιστα δημοσιογράφος και δεινός κριτής της βαυαρικής καμαρίλας που μας φόρτωσαν ως εξουσία οι ξένες δυνάμεις (από τότε!) πέρασε περισσότερο από τα μισά χρόνια της ζωής του στις φυλακές! Ολοι αυτοί ξεκίνησαν να γράφουν θέατρο όχι από όρεξη να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή θεατρική συντεχνία. Ξεκίνησαν έναν αγώνα διαφωτισμού μέσω του πιο λαϊκού τρόπου επικοινωνίας. Την εποχή που γράφουν θέατρο ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών (οι γυναίκες είχαν το… προνόμιο του πλήρους αναλφαβητισμού) δεν ήξερε ανάγνωση. Και το θέατρο ήταν σχολείο κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης. Οπως στην αρχαιότητα. Πόσοι αθηναίοι πολίτες είχαν δει χειρόγραφο του Αισχύλου ή του Αριστοφάνη;

Ετσι, από το 1830 το ελληνικό θέατρο καλλιεργεί την κριτική των θεσμών, τις στρεβλώσεις των νόμων, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στηλιτεύει την παραμόρφωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ξένη και την ντόπια ακρίδα, κατά το σατιρικό τραγούδι της εποχής.

Ο Καμπανέλλης ήταν ένας ιδιοφυής αυτοδίδακτος. Ο μόνος παγκοσμίως ακαδημαϊκός που δεν είχε απολυτήριο γυμνασίου! Βρέθηκε σχεδόν έφηβος (είχε γεννηθεί μια καταραμένη για το έθνος χρονιά: το 1922!) στο Μαουτχάουζεν ως αιχμάλωτος προς εξόντωση από την οργανωμένη από τους Ναζί γενοκτονία. Ηταν τραγικά τυχερός, γιατί όταν έγινε η κατάρρευση του ναζισμού δεν είχε ακόμη φτάσει η σειρά του να οδηγηθεί στους φούρνους, όπως τόσοι και τόσοι συνάνθρωποί του.

Οταν γύρισε στην πατρίδα 24 χρόνων ανακάλυψε τυχαία το θέατρο. Οπως αφηγείται ο ίδιος, μια νύχτα που τουρτούριζε από το κρύο νηστικός, πέρασε από την Πλατεία Καρύτση και χάζευε τις υποφωτισμένες φωτογραφίες στις προθήκες του Θεάτρου Τέχνης του Κουν όπου στεγαζόταν στο θέατρο Μουσούρη. Ψάχνοντας για λίγη ζέστη και στέγη ρώτησε τον ταμία πόσο έχει το εισιτήριο. Δεν έφταναν τα λεφτά του, αλλά ο ταμίας του έκοψε εισιτήριο με τα μισά. Και ανακάλυψε το θέατρο! Εβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του μίμησιν πράξεως σπουδαίας και τελείας ζώντων!

Πριν από τον Πόλεμο είχε σπουδάσει ως νεαρός επαρχιώτης από τη Νάξο σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Μετά τη θητεία του στην Αεροπορία προσελήφθη ως σχεδιαστής στον κλάδο. Και τα πρώτα του γραπτά είναι γραμμένα σε μπλοκ της Υπηρεσίας! Με τη φίρμα του Υπουργείου Αεροπορίας!

Οι πρώτες του θεατρικές δουλειές ήταν διασκευές γνωστών έργων του παγκόσμιου δραματολογίου για το ραδιοφωνικό θέατρο! Ετσι η θεατρική αποκάλυψη εκείνο το κρύο βράδυ βρήκε διέξοδο και μαθητεία στα μεγάλα θεατρικά κείμενα της ιστορίας της σκηνής, τους δασκάλους του νεαρού προσήλυτου στην τέχνη του Διονύσου. Μία από τις διασκευές του ήταν η «Κάρμεν» με την Αρώνη στο μικρόφωνο. Αυτή την εκπομπή άκουσε η Μελίνα Μερκούρη, τον γνώρισε και του ζήτησε να της γράψει μια ελληνίδα ελεύθερη γυναίκα σαν την Κάρμεν. Εγραψε τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Από το έργο αυτό ξεπήδησε το σενάριο της «Στέλλας» του Κακογιάννη. Το έχω κι άλλοτε σχολιάσει το γεγονός.

Ταυτόχρονα ο Καμπανέλλης έγραφε δικά του θεατρικά κείμενα. Βρήκε στέγη στον πρωτοπόρο και ρέκτη θεατράνθρωπο, της πρώτης αποκέντρωσης του θεάτρου μας, τον Αδαμάντιο Λεμό, στο θεατράκι της απομακρυσμένης τότε Καλλιθέας, με το πρωτόλειό του: «Χορός πάνω στα στάχυα».

Την ίδια εποχή, γεμάτος από τις τραγικές εμπειρίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, κατέγραφε σε μονόπρακτα τα πάθη και τη σταύρωση των συγκρατουμένων του.

Είχα τη μεγάλη τύχη για πολλά χρόνια να συνδέομαι με βαθύ δεσμό φιλίας με τον μεγάλο συγγραφέα. Και γνώρισα σε βάθος τη σεμνότητά του. Μπορώ λοιπόν να καταλάβω γιατί τα μονόπρακτα που έγραψε για τις σκηνές που έζησε στο εφιαλτικό εκείνο σύστημα εξόντωσης τα άφησε να μείνουν στα συρτάρια του, ενώ τον ενέπνευσαν να αλλάξει εκφραστικό τρόπο και να τα αναπτύξει ως ντοκουμέντο στο πεζό του αριστούργημα «Μαουτχάουζεν».

Ενα από τα παλιά μονόπρακτα έφτασε στα «Απαντά» του με τον τίτλο «Ο δρόμος…» αλλά δεν παίχτηκε ποτέ.

Ετσι τώρα, μετά το θάνατό του, η άξια κόρη του Κατερίνα και ο καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Πεφάνης βρήκαν στα κατάλοιπά του τα πρωτόλεια «Κρυφός Ηλιος» και «Σιλωάμ» (πρώτη εκδοχή του «Ο δρόμος…»).

Πρώτη διαπίστωση: Δεν είχαν αυτά θέση στο δραματολόγιο του Εθνικού Θεάτρου; Οταν μάλιστα μαθαίνουμε από τους μελετητές του ότι είχαν υποβληθεί το 1951 (λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, με τα νησιά και τις φυλακές γεμάτα αριστερούς) στο Εθνικό Θέατρο και είχαν απορριφθεί;

Δεύτερη διαπίστωση: Τα μονόπρακτα αυτά θα τιμούσαν οποιονδήποτε δόκιμο συγγραφέα. Αν ανέβαιναν στο Εθνικό Θέατρο θα ήταν μάθημα και προίκα. Αλλά και απότιση τιμής στον Γενάρχη του μεταπολεμικού μας θεάτρου.

Τρίτη διαπίστωση: Ευτυχώς υπάρχουν νέοι και ταλαντούχοι και ενημερωμένοι θεατράνθρωποι που παρέλαβαν από την κόρη του Καμπανέλλη τα δύο μονόπρακτα και τώρα έχουμε τη χαρά να τα δούμε παιγμένα ύστερα από 56 χρόνια στη σκηνή του θεάτρου Τζένη Καρέζη.

Και τα δύο μονόπρακτα διαδραματίζονται σε απομονωμένα κελιά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά ο ιδιοφυής συγγραφέας δεν κάνει φτηνή εκμετάλλευση συνθηματολογώντας και ηρωοποιώντας. Ψάχνει στα έγκατα. Τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος όταν βρίσκεται στα όριά του, απέναντι από τον θάνατο, με την αγωνία της ύπαρξης σε παροξυσμό και τους πειρασμούς της επιβίωσης ως σωσίβια που μπορούν να διατρέχουν ένα διάνυσμα ανάμεσα στην αλληλεγγύη, τη θυσία, την αυτοθυσία έως την παραίτηση, την προδοσία και την απανθρωπιά.

Ο Καμπανέλλης και στα δύο μονόπρακτα συγκεντρώνει μέσα στα στεγανά ενός κελιού έξι ανθρώπινες υπάρξεις που αποτελούν μια συμπερίληψη της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι ενώπιον του πιθανού τους τέλους εκλύουν φοβίες, φαντασιώσεις, ελπίδες, κτηνώδη αισθήματα, παραληρηματικές εκφορές, κρυμμένες και απωθημένες επιθυμίες, αλλά και εγκληματικές επιδιώξεις.

Ο πανικός φόβος αλλά και η ανθρώπινη ανάγκη για αδερφοσύνη συνυπάρχουν μέσα στον κίνδυνο.

Ο Καμπανέλλης συμφωνεί και με τον ανδρείο και με τον δειλό, τους καταλαβαίνει και προσπαθεί με τρυφερότητα αλλά όχι και αθώωση να τους ξεψαχνίσει.

Η Λαλούλα Χρυσικοπούλου με λιτά αλλά νατουραλιστικά σκηνικά και κοστούμια δημιούργησε ένα έξοχης πιστότητας εικαστικό περιβάλλον εγκλεισμού και ανέχειας.

Ο Κώστας Μαντζώρος έντυσε μουσικά τον πανικό και τον φόβο. Ο Θέος φώτισε με ευαισθησία και ο Αμπράζης κίνησε την ομάδα χωρίς ρητορείες.

Οι έξι ηθοποιοί και στα δύο μονόπρακτα αξιοποίησαν το φορτισμένο συναισθηματικά κείμενο μέσα στα όρια της ισορροπίας της τέχνης.

Θα ήθελα να ξεχωρίσω τον Ερρίκο Λίτση, τον Δημήτρη Κανέλλο, τον Κώστα Φαλελάκη ως εμπειρότερους, λόγω και του φορτίου του έργου που ανέλαβαν.

Αλλά και ο Γιώργος Γιαννούτσος, ο Ευθύμιος Ξυπολυτάς, ο Λευτέρης Παπακώστας έδωσαν τεκμήρια ειλικρίνειας, λιτότητας και συγκρατημένου πάθους.

Μια παράσταση τίμια σ’ ένα έργο που ορίζει τις ρίζες ενός μεγάλου Δραματουργού.