Ο νομικός Αντώνης Ν. Βενέτης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος εθνικού επιστολογράφου καθώς δεν υπάρχει εφημερίδα του κέντρου Ή της περιφέρειας που να μην έχει φιλοξενήσει επιστολή του. Από επιστολή του δημοσιευμένη στο «Βήμα» για τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, ως μια άλλη στην ίδια εφημερίδα όπου συνδέει τον Κ.Π. Καβάφη με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο και την ισπανίδα χορεύτρια Aurea, αντιλαμβάνεται κανείς και τη σημασία της σημερινής του μαρτυρίας.

Το πολωνικό φορτηγό πλοίο «Κοσιούσκο» τον Νοέμβριο του 1949 μετέφερε περί τους 3.000 Ελληνες, στην πλειονότητά τους ομήρους των κομμουνιστών, που τους έφερναν μαζί τους στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν από τις παραμεθόριες περιοχές των Νομών Θεσπρωτίας (χωριά Λειά, Βαβούρι, Τσαμαντάς, Λιντίσδα, Λίστα), Ιωαννίνων και Καστοριάς. Η διαδρομή ήταν από τη Σκόδρα, όπου τους είχαν μεταφέρει από τα χωριά τους στο Δυρράχιο με φορτηγά, περίπου 80 χλμ. Επιβίβαση στο πολωνικό φορτηγό «Κοσιούσκο», κατεύθυνση δυτικά, κάτω από τη Σικελία, πέρασε νύχτα το Γιβραλτάρ, μπήκε στον Ατλαντικό Ωκεανό, έστριψε δεξιά, ανηφόρισε τον Βισκαϊκό Κόλπο, πέρασε τα στενά της Μάγχης και από τη Βόρεια Θάλασσα κατευθύνθηκε ανατολικά στη Βαλτική, για να καταλήξει στο λιμάνι αποβίβασης, που δεν ήταν άλλο από τη γερμανική πόλη Ντάντσιχ, η οποία μεταπολεμικά είχε προσαρτηθεί στην Πολωνία και έφερε το όνομα Γκντανσκ. Από το Γκντανσκ, οι περισσότεροι επιβάτες του «Κοσιούσκο» διέσχισαν την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία με τρένα για να καταλήξουν στην Ουγγαρία, όλα αυτά τον Νοέμβριο του 1949. Αφηγείται η μητέρα μου Ξανθούλα Βενέτη – Μπαρτζώκη: «Τέλη Νοεμβρίου του 1947 μάθαμαν ότι οι αντάρτες κατεβαίνουν από το Πωγώνι στη Μουργκάνα… Ο άντρας μου ο Νικόλας έλειπε από το καλοκαίρι, είχε πάει στη Σχολή της Βελάς για να γίνει παπάς. Ο Αντώνης μου ήταν 3-4 ετών και η Βάσω μου 11-12 ετών. Οι περισσότεροι άνδρες του χωριού φύγανε για το Φιλιάτι… Δυο – τρεις μέρες μετά ήρθαν οι αντάρτες στο σπίτι για κατάσχεση. Μου πήραν μια ραπτομηχανή, 60 οκάδες καλαμπόκι και μια βελέντζα. Τους είπα, έχω αδελφό αντάρτη, τον Χρήστο Μπαρτζώκη… Την άλλη μέρα μού γύρισαν το καλαμπόκι με τη βελέντζα. Αμέσως σχεδόν άρχισαν επιστρατεύσεις κοριτσιών. Στην αρχή επεστράτευσαν άγαμα κορίτσια. Θυμάμαι την εξαδέλφη μου Αθηνά Φανέγια, σκοτώθηκε στη Μεγάλη Ράχη, Μηλιά Στράτη, την ανεψιά μου Ελευθερία Βενέτη, Σταυρούλα Τσίγκου, Χρυσούλα Γκατζογιάννη… όλους τους χωριανούς άντρες και γυναίκες αμέσως τους έβαλαν σε “υπηρεσία”. Εμένα στους φούρνους και στη μεταφορά τραυματιών. Κουβαλούσαμε τραυματισμένους αντάρτες από το Τσαρακλιμάνι μέχρι το Βαβούρι και τον Τσαμαντά. Ωρες ολόκληρες, ο φόβος και ο τρόμος φώλιασαν στις ψυχές μας».

Και κάπως έτσι από τα βουνά της Ηπείρου βρεθήκαμε στους κάμπους της Ουγγαρίας.

Μια μέρα, κάπου στην Ουγγαρία, οι αντάρτες αποσπούν βίαια τη μεγαλύτερη αδελφή μου, 13-14 ετών, για να την πάνε σε τεχνική σχολή να μάθει τορναδόρισσα. Η μητέρα μου αντιστέκεται, η αδελφή μου γούργιαζε, προστρέχει η νύφη της μητέρας μου, η θειάκω Αγγέλω Μπαρτζώκη, δέχεται τόσο ισχυρό λάκτισμα από τους αντάρτες, που έμεινε νοσηλευόμενη σε νοσοκομείο 15 ημέρες. Σε 5-6 μήνες η αδελφή μου το έσκασε και ήρθε μαζί με άλλες κοπέλες στο χωριό Μπελογιάννης, όπου μας είχαν μεταφέρει. Διηγείται η μητέρα μου: «Με κάλεσαν στο κομματικό γραφείο.

–Γιατί έφυγε η κόρη σου;

–Ρωτήστε την ίδια.

–Πώς θα ζήσει;

–Θα μου στέλνει ο άντρας μου λεφτά από την Ελλάδα.

Δεν μας έδωσαν ούτε κρεβάτι ούτε δουλειά για τη Βάσω. Μου έστελνε λεφτά ο άντρας μου από την Ελλάδα και έτσι πορευόμασταν. Εγώ δούλευα στις οικοδομές σε μια καινούργια πόλη, το Σταλινβάρος».

Θυμάμαι ακόμα την απίστευτη χοντροκομμένη προπαγάνδα της κομματικής ηγεσίας του ΚΚ, τον πετροπόλεμο Ελληνόπουλων και Σλαβομακεδόνων στο γνωστό χωριό Μπελογιάννης και τη λαχτάρα που είχαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα για να γνωρίσουμε τον πατέρα μας. Ακόμα θυμάμαι και τα τραγούδια:

«Αχ, Μόσχα εσύ / για σένα χτυπά με χαρά / του λαού η καρδιά», ή «Επάνω σε ψηλό βουνό / θα στήσουμε ένα αλώνι / να βάλουνε τον βασιλιά / σαμάρια να μπαλώνει».

Ενα ακόμα περιστατικό που μου εντυπώθηκε στη μνήμη ήταν όταν με τη μητέρα μου, κρυφά από την κομματική ηγεσία του χωριού Μπελογιάννης, μαζί με άλλες γυναίκες και με οδηγό τον ψάλτη του χωριού μας Πέτρο Παπανικόλα επιβιβαστήκαμε σε μια μαούνα στον Δούναβη για να εκκλησιαστούμε και να μεταλάβουμε σ’ έναν ορθόδοξο ναό, σερβικού χωριού, δυο – τρεις ώρες απόσταση από το Μπελογιάννης.

Ακόμα θυμάμαι τις φωταψίες από τα κεριά της ορθόδοξης εκκλησίας και τα εκφραστικά μάτια των σέρβων χωρικών που μας παρατηρούσαν γεμάτα συμπάθεια αλλά και περιέργεια…

Μέχρι και μαζική διαδήλωση ελλήνων ομήρων έγινε στο ουγγρικό Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο του 1953 για να εκφράσουν οι όμηροι των ανταρτών – κομμουνιστών την επιθυμία τους να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Επιστρέψαμε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1954, όταν μετά τον θάνατο του Στάλιν, τον Μάρτιο του 1953, απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία ο ημιπαράφρων γενικός γραμματέας του ΚΚ Ουγγαρίας Ματίας Ράκοζι και ανέλαβε πρωθυπουργός ο μετριοπαθής Ιμρε Νάγκι. Το σύνολο των ομήρων που επέστρεψε στην Ελλάδα ήταν περίπου 1.300 άτομα.

Στον μεθοριακό σταθμό Χεγκνεσάλου, στα σύνορα Ουγγαρίας – Αυστρίας, 21-2-1954, μας ανέμενε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας, που υπηρετούσε ως γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία, Ρόδης Ρούφος – Κανακάρης, συνοδευόμενος από τη νεαρή γυναίκα του Αριέτα, το γένος Σκαναβή, της μεγάλης χιώτικης οικογένειας της Νότιας Ρωσίας.

Φθάνοντας στην Ηγουμενίτσα, μια ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού μας, Λειάς Φιλιατών, συγκινημένη που επέστρεφε στην Ελλάδα έπειτα από ομηρεία έξι χρόνων, ζητωκραύγαζε ενθουσιασμένη υπέρ του τότε πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου. Μπέρδευε όμως το Παπάγος με το Παπαγάλος.

–Ζήτω ο Παπαγάλος!

Ολοκληρώνοντας το μικρό αυτό αφήγημα, θα ήθελα ν’ αποτίσω έναν μικρό φόρο τιμής σ’ αυτές τις γυναίκες της Μουργκάνας, οι οποίες, σε ξένους τόπους, χωρίς τους άντρες τους, υπέμειναν σιωπηλά, καρτερικά την τύχη τους, με μια ήρεμη αλλά σταθερή αξιοπρέπεια, και όταν γυρίζουν στην Ελλάδα δεν κραυγάζουν, δεν κατεβαίνουν στους δρόμους, δεν υψώνουν τις γροθιές τους όλο μίσος για κάποιους άλλους, ακόμα και γι’ αυτούς που τις απέσπασαν βίαια από τον τόπο τους και από τα σπίτια τους.