Για έναν ηθοποιό με την καριέρα 35 ετών που διαθέτει ο Ρεγκ Κάθι ακούγεται ίσως παράξενο ότι έχει περάσει δύο χρόνια χωρίς δουλειά και απανωτές περιόδους κατάθλιψης. Κι όμως, για τον άνθρωπο που υποδύεται τον Φρέντι Χέις του «House of cards» (έναν ιδιοκτήτη μπαρ τον οποίο ευνοεί ο Φρανκ Αντεργουντ), αντιθέτως, είναι απολύτως φυσιολογικό στην Αμερική της λευκής ανωτερότητας. «Η αλλαγή που έφερε ο Ομπάμα και στον δικό μου χώρο ήταν ότι πλέον σε έπαιρναν στα σοβαρά άνθρωποι που μέχρι τότε δεν ήθελαν να σε ξέρουν. Δημιουργήθηκε μια νέα αγορά για τους μαύρους ηθοποιούς με καλή προφορά». Με έναν ακόμη τηλεοπτικό ρόλο που συνέβαλε στην αναγνωρισιμότητά του (στο εξαιρετικό «Wire» του Ντέιβιντ Σάιμον) και κινηματογραφικούς ρόλους από τη «Μάσκα» ώς το «American psycho», είναι οι θεατρικές περγαμηνές του που εντυπωσιάζουν. Ουσιαστικά δεν έχασε ποτέ την επαφή του με τη σκηνή έχοντας παίξει Σαίξπηρ («Εμπορος της Βενετίας»), μιούζικαλ («West side story» –μαζί με τη νεαρή τότε Μαντόνα) και κλασικό ρεπερτόριο («Το στρίψιμο της βίδας» κ.ά.).

Με μια θεατρική αφορμή τον συναντήσαμε πρόσφατα στο Ιδρυμα Ωνάση της Νέας Υόρκης, όπου εμφανίστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Antigone Now». Για τις ανάγκες της περφόρμανς «Antigone in Ferguson» απήγγειλε τον ρόλο του Κρέοντα, λίγες ημέρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων προφανώς τον έχει αφήσει και αυτόν μουδιασμένο και αμήχανο.

ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ. «Μου αρέσουν οι αρχαίες τραγωδίες. Οταν είσαι θεατρικός ηθοποιός δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο. Ισως ο Σαίξπηρ να είναι ισότιμος. Αλλά το βάθος του συναισθήματος μπορείς να το ανακαλύψεις πρώτα στις τραγωδίες. Ξέρετε πόσο σημαντικό είναι να υποδύεσαι έναν από αυτούς τους αγγελιαφόρους που μεταφέρουν τα δυσάρεστα νέα; Οι μονόλογοί τους αγγίζουν τη θεατρική τελειότητα. Ακόμη κι όταν διαβάζεις το κείμενο πρέπει να το γεμίσεις με ενέργεια και ζωή. Κι ύστερα είναι ο Θουκυδίδης, που κλείνει μέσα του αλήθειες: η σύγκρουση Αθήνας – Σπάρτης ισχύει και στον δικό μας κόσμο. Εσείς οι Ελληνες έχετε τη δυνατότητα να προβλέπετε το μέλλον».

ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΣΤ ΚΑΙ ΜΠΕΚΕΝΜΠΑΟΥΕΡ. Γεννήθηκα στην Αλαμπάμα, αλλά μεγάλωσα στην Ανατολική Γερμανία. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός που πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Κορέα και στο Βιετνάμ, ενώ η μητέρα μου εργαζόταν σε ένα μυστηριώδες πόστο στο υπουργείο Αμυνας. Ταξιδέψαμε λοιπόν όλοι μαζί πρώτα στη Δυτική Γερμανία, όπου μεγαλώσαμε μαζί με την αδερφή μου σε ένα αγρόκτημα και αργότερα μεταφερθήκαμε στην Ανατολική. Εβλεπαν τότε το «Δόκτωρ Who» και την «Μπονάτσα» στα γερμανικά και ταξίδευα σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης μαζί με τη μητέρα μου. Τα χρόνια της πρώτης διαμόρφωσης, λοιπόν, έλειπα από την Αμερική, την οποία άρχισα να γνωρίζω μετά τα 14. Ηταν πολιτισμικό σοκ και μου πήρε αρκετό καιρό για να μάθω τις νέες συνήθειες. Στην πραγματικότητα πίστευα ότι είχα να κάνω με τρελούς. Η αδερφή μου κι εγώ έπρεπε να μάθουμε την αφροαμερικανική διάλεκτο (slang) από την αρχή. Είχαμε ευρωπαϊκή παιδεία και όλα μας φαίνονταν βουνό. Ακόμη και σήμερα το αγαπημένο μου άθλημα είναι το ποδόσφαιρο, όχι το μπάσκετ. Είχα δει τον Τζορτζ Μπεστ, τον Μπεκενμπάουερ, τον Εουσέμπιο να παίζουν. Και φτάνω σε μια κοινωνία που δεν έχει ιδέα από αυτά.

ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ ΜΙΣΟΣ. Ολοι υποφέρουμε στις ΗΠΑ από μια πνευματική ασθένεια που αρχίζει ήδη από την περίοδο του αποικισμού: είναι η ιδέα της λευκής ανωτερότητας. Η ιδέα αυτή εφευρέθηκε για να κρατήσει μακριά δύο κόσμους: τους λευκούς γαιοκτήμονες και τους μαύρους σκλάβους. Οσο τιποτένιο κι αν ήταν το «εγώ» ενός λευκού, και πάλι ήταν καλύτερο από έναν μαύρο, Μεξικανό, Ινδιάνο, Ασιάτη. Ο Τραμπ τρέφεται από την παλιότερη παράδοση και ασθένεια των ΗΠΑ: τον λόγο του μίσους που ξεκινά με την ιστορία της χώρας μας. Ξέρετε, ακόμη και τους κουακέρους που ζητούσαν την απελευθέρωση των καινούργιων σκλάβων, τους αποκαλούσαν «τρελούς». Τους αντιμετώπιζαν όπως εμείς τους σημερινούς Χάρε Κρίσνα. Ο Τραμπ, λοιπόν, είναι ένας μισογύνης ομοφοβικός που απευθύνεται στα πιο ταπεινά ένστικτα. Εχω την αίσθηση ότι η χώρα μου γίνεται ολοένα και πιο παράξενη…

ΑΝΤΙΟ, ΟΜΠΑΜΑ. Νομίζω ότι στην Αμερική αρέσει να κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Μετά τον Ομπάμα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον Τραμπ και όλο τον συρφετό που νιώθει ότι έμεινε αποκομμένος από τα προνόμια. Ακόμη χειρότερα: που νιώθει ότι επί Ομπάμα οι Αφροαμερικανοί έζησαν καλύτερα. Πράγμα αδύνατο για τις ΗΠΑ. Θα λείψει από την Αμερική ο Ομπάμα και είμαι σίγουρος ότι στην Ιστορία θα περάσει ως ένας από τους καλύτερους προέδρους των ΗΠΑ. Μαζί με τη Μισέλ έδωσαν το καλύτερο παράδειγμα. Εσωσε τη χώρα από τη χρεοκοπία, ενώ τον πολεμούσαν οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο, έσωσε την αυτοκινητοβιομηχανία, καθιέρωσε την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους φτωχούς. Αλήθεια, αν έβαζε υποψηφιότητα η Μισέλ, το παιχνίδι θα ήταν τελειωμένο πριν καν αρχίσει.

ΧΙΛΑΡΙ ΚΛΙΝΤΟΝ. Εάν η Χίλαρι ήταν άντρας δεν θα άκουγε ούτε τις μισές από τις βλακείες εναντίον της. Αλλά είναι η Χίλαρι, στάθηκε στο πλευρό του «ερωτύλου» συζύγου της και τώρα πληρώνει το πρόστιμο. Μια τόσο ικανή πολιτικός, η οποία βέβαια έχει αυτό το στοιχείο του καθωσπρεπισμού. Η δική μου επιλογή εξαρχής ήταν ο Μπέρνι Σάντερς, αλλά έχασε καθαρά. Ειδικά την ψήφο των μαύρων του Νότου, που πήγε κατευθείαν στη Χίλαρι λόγω της ειδικής σχέσης του Μπιλ Κλίντον με τους Αφροαμερικανούς. Αυτός ήταν ο πρώτος «μαύρος» πρόεδρος πριν από τον κανονικό.

«ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΣΚΛΑΒΩΝ». Το σημαντικό ζήτημα για την αφροαμερικανική κοινότητα είναι οι σχέσεις εντός της. Το πώς οι μαύροι συμπεριφέρονται στους μαύρους. Ο Μάλκολμ Χ είχε πει κάποτε: «Δεν υπάρχει πιθανότητα να μεγαλώσεις σε μια λευκή κοινωνία και να μην αποκτήσεις το “λευκό ρατσιστικό μυαλό”». Κι αυτό το αποκάλεσε «νοοτροπία σκλάβων», ενώ σήμερα μπορεί και να λέγεται αμερικανική νοοτροπία. Μισείς τον εαυτό σου, οπότε μισείς και τους άλλους που σου μοιάζουν. Μάθαμε να μισούμε ο ένας τον άλλο. Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα κρυμμένης βίας. Μην ξεχνάτε ότι ακόμη κι έτσι είμαστε μια νέα σχετικά χώρα.

ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ. «Η ταινία “Δώδεκα χρόνια σκλάβος” (σ.σ.: του Στιβ ΜακΚουίν) ήταν καλή σε γενικές αρχές, αλλά είχε ένα βασικό μειονέκτημα. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για τη ζωή των μαύρων, παρά μόνο για τη ζωή του κεντρικού ήρωα, επειδή απελευθερώθηκε. Οι υπόλοιποι δεν μιλάνε –είναι σαν μην υπήρξαν ποτέ».