Την ημέρα που δέχτηκε το αίτημα για ετούτη εδώ τη συνέντευξη, βρισκόταν πολύ μακριά από το σπίτι του στη Σάντα Κρουζ. «Εχω έρθει στην Γκάνα», απάντησε, «για να δω μερικά από τα πανέμορφα πτηνά της Δυτικής Αφρικής και να αποδράσω για μερικές εβδομάδες από τον εφιάλτη της αμερικανικής πολιτικής επικαιρότητας». Αυτό φυσικά δεν τον εμπόδισε να κατεβάσει για λίγο τα κιάλια του παρατηρητή πουλιών και να συζητήσει για το κακό όνειρο που βλέπει σχεδόν όλος ο πλανήτης με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Τραμπ, για τις προκλήσεις του συγγραφέα σε έναν κόσμο που συντηρητικοποιείται μέρα με τη μέρα ή για τον τρόπο που τα social media, αντί να ενισχύουν την ταυτότητα των χρηστών, την αποδυναμώνουν. Γιατί ο Τζόναθαν Φράνζεν μπορεί να έχει χαρακτηριστεί πολλά πράγματα (όπως, ας πούμε, μισογύνης), ακατάδεκτο όμως δεν τον έχει πει κανείς. Και το National Book Award παρέλαβε το 2001 για τις εντυπωσιακές «Διορθώσεις» του, και στο εξώφυλλο του «Τime» εμφανίστηκε το 2010 μετά την επιτυχία της «Ελευθερίας», και στην Ελληνοαμερικανική Ενωση ήρθε πέρυσι την άνοιξη.

Σε εκείνα τα δύο μυθιστορήματά του ανέλυε εξονυχιστικά τις προτεσταντικές αξίες της οικογένειας Λάμπερτ και τις φιλελεύθερες της οικογένειας Μπέργκλουντ, αντίστοιχα. Στην «Αγνή» παρακολουθεί την Πιπ Τέιλορ, μια 24χρονη που βασανίζεται από ένα φοιτητικό δάνειο, από το γεγονός ότι αγνοεί το όνομα του πατέρα της και από την ιδεολογική αγνότητα στην οποία την προσηλυτίζει η ιδιόρρυθμη μητέρα της. Με τα πολλά στρατολογείται στο Εγχείρημα Ηλιόφως, έμπνευση του Ανατολικογερμανού Αντρέας Βολφ, ο οποίος είναι διάσημος όσο ο ομότεχνός του Τζούλιαν Ασάνζ, αλλά καθαρότερος από εκείνον. Και η ιστορία της, μέσα από ρεαλιστική αφήγηση, γρήγορη πλοκή, λεπτομερείς περιγραφές των ηρώων (αλλά και λιγότερη ειρωνεία σε σχέση με τις προηγούμενες ιστορίες του Φράνζεν), μιλά καθαρά για την ταυτότητα, την κοινωνική υποκρισία και την ελπίδα, σε έναν κόσμο γεμάτο κρυφά ή φανερά μυστικά. Οι κριτικές που δέχτηκε η «Αγνή» σε Ευρώπη και Αμερική ήταν ανάμεικτες. Ενα ερώτημα επομένως είναι η γνώμη του ίδιου του συγγραφέα για αυτήν.

Αν οι «Κραδασμοί» είναι το υποτιμημένο μυθιστόρημά σας, αν οι «Διορθώσεις» είναι εκείνο που σας έφερε ευρεία αποδοχή μαζί με βραβεία και αν η «Ελευθερία» επιβεβαίωσε όλα τα παραπάνω, πώς θα θέλατε να χαρακτηριστεί έπειτα από χρόνια η «Αγνή»; Είναι το πιο προσωπικό βιβλίο ενός ήδη επιτυχημένου συγγραφέα;

Κάτι που τρέμω, όποτε βγάζω ένα καινούργιο μυθιστόρημα, είναι να πρέπει να το περιγράψω. Μου συμβαίνει και σε αεροπλάνα. ο διπλανός μου ρωτάει με τι ασχολούμαι, απαντάω «συγγραφέας» κι εκείνος τότε αντιγυρίζει: «Τι είδους μυθιστορήματα γράφετε;». Χάνω πάντα τη μιλιά μου. Δυσκολεύομαι λοιπόν να αποστασιοποιηθώ από την «Αγνή» και να επιλέξω πώς θα ήθελα να περιγραφεί στο μέλλον –ούτε για το παρόν δεν μπορώ να το κάνω! Το εκτιμώ πάντως που το θεωρείς προσωπικό, έτσι αισθανόμουν καθώς το έγραφα. Επαιρνα πολλά ρίσκα με αυτό το βιβλίο, εξερευνώντας αληθινά ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις, και ήξερα ότι δεν θα άρεσε σε κάθε αναγνώστη. Με κράτησε η ελπίδα ότι στις ζωές των χαρακτήρων μου κάποιοι θα αναγνώριζαν τις δικές τους και ότι θα ήταν ευγνώμονες. Για χάρη τους έγραφα.

Σε σχέση με τα προηγούμενα μυθιστορήματά σας, είναι λες και αυτούς τους πρωταγωνιστές και ειδικά την Πιπ Τέιλορ τους διαχειρίζεστε με μεγαλύτερη κατανόηση. Φταίνε τα συνηθισμένα για τον 21ο αιώνα ζόρια της;

Δεν νομίζω ότι είχα μεγαλύτερη κατανόηση για αυτούς από ό,τι για κάποιους παλιότερούς μου. Σίγουρα αγάπησα την Πιπ, όπως και τον Αντρέας Βολφ, τον άλλο κεντρικό ήρωα. Δεν σκόπευα όμως να είναι τυπικοί χαρακτήρες του αιώνα μας. Για την Πιπ άντλησα έμπνευση από αρκετές γνώριμές μου γυναίκες, που στη ζωή τους κλήθηκαν να γίνουν μανάδες των μανάδων τους. που από μια πολύ νεαρή ηλικία έπρεπε να λειτουργήσουν σαν ο ενήλικος του σπιτιού. Εντοπίζω αυτό το είδος οικογένειας μάλλον στις ύστερες δεκαετίες του 20ού αιώνα –τα παιδιά των παιδιάστικων χίπηδων κ.λπ. Είχα όμως κατά νου και πολλές γυναίκες που ξέρω, οι οποίες είναι ακόμα νέες και με κάποιο τρόπο μεγάλωσαν διαβάζοντας βιβλία και όχι κοιτάζοντας οθόνες. Τέτοιοι νέοι υπάρχουν ακόμα! Και μου είναι πολύ αγαπητοί.

Δίνοντας έναν οξυδερκή ορισμό της ταυτότητας, ο Αντρέας Βολφ λέει κάπου ότι συνίσταται από δύο αντιφατικές προσταγές: να κρύβεις και να φανερώνεις πτυχές, μυστικά του εαυτού σου. Συντρίβεται ή ενισχύεται αυτό το δίπολο από τα social media; Πόσο ελπιδοφόρα ή μάταιη είναι η αναζήτηση της ταυτότητας εντός της επικράτειάς τους;

Πράγματι πιστεύω ότι τα social media –και οι νέες μας τεχνολογίες γενικά –επιτίθενται και στις δύο αυτές όψεις της ταυτότητας. Από τη μια, το να κρατήσεις κάτι μυστικό από τους ανθρώπους που είναι αποφασισμένοι να το μάθουν γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Από την άλλη, υπάρχει μια διάχυτη, αυξανόμενη αίσθηση ότι οι ταυτότητές μας αποτελούνται από όσα μοιραζόμαστε με έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων διά μέσου των social media. Το αποτέλεσμα είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ταυτότητας από το αληθινό πρόσωπο στην περσόνα που έχει δημιουργήσει στο facebook. Είμαι αρκετά παλιομοδίτης για να πιστεύω ότι σε μια απολύτως «μοιράσιμη» περσόνα είναι εύκολη η λήψη προσωπικών ρίσκων, όπως εκείνα που ένα αληθινό πρόσωπο με μια πραγματική ιδιωτική ζωή μπορεί να πάρει. Πιστεύω ότι η ζωή συμβαίνει όταν παίρνουμε ρίσκα. όταν δεν έχουμε τον έλεγχο. όταν ανακαλύπτουμε ποιοι είμαστε, παρά όταν υποδυόμαστε τη δημόσια περσόνα που θέλουμε να γίνουμε.

Είναι αρκετά όλα αυτά για να αναδιατυπώσετε κάποια επιχειρήματα του «Harper’s essay» (σ.σ.: δοκίμιό του για τον ρόλο της λογοτεχνίας) είκοσι χρόνια αφού δημοσιεύθηκε;

Κοιτώντας πίσω είκοσι χρόνια μετά, βλέπω το «Harper’s essay» σαν το κείμενο με το οποίο απομακρύνθηκα από την ιδέα του κοινωνικού μυθιστορήματος –του μυθιστορήματος που περιγράφει τον κόσμο και προσπαθεί να τον αλλάξει. Είπα αντίο σε μια πολιτική καταγραφή της σύγχρονης κοινωνίας και εναγκαλίστηκα την τραγωδία και την κωμωδία. άρχισα να ενδιαφέρομαι λιγότερο για τη μεγάλη κοινωνική εικόνα και περισσότερο για το πώς τη βιώνουν ξεχωριστοί χαρακτήρες. Αποφάσισα να πάψω να προσπαθώ, ως μυθιστοριογράφος, να κάνω μια δουλειά που η καλή δημοσιογραφία μπορούσε να κάνει αποτελεσματικότερα.

Υπάρχει κάποια εντελώς καινοφανής πρόκληση για τους συγγραφείς σε μια εποχή που ο πλανήτης όλο και συνδέεται ψηφιακά και όλο συντηρητικοποιείται;

Εχουν αλλάξει δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι οι νέες μας τεχνολογίες και οι συμπεριφορές που εκκολάπτουν έχουν πλήξει οικτρά τη δημοσιογραφία. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μυθιστόρημα πρέπει να επιστρέψει στην άσκησή της. σημαίνει ότι εμείς, ως πολίτες, πρέπει να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τη δημοσιογραφία ζωντανή –ειδικά τώρα που δέχεται σφοδρή επίθεση σε χώρες όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Η άλλη μεγάλη αλλαγή των δύο τελευταίων δεκαετιών είναι η άνθηση της καλωδιακής τηλεόρασης. τα καλύτερα τηλεοπτικά δράματα σήμερα συναγωνίζονται τα μεγάλα κοινωνικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια πολύ θετική εξέλιξη. Και πάλι, όμως, δεν αλλάζει αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να κάνει το μυθιστόρημα.

Αξιζε το Νομπέλ Λογοτεχνίας ο Μπομπ Ντίλαν; Πώς ερμηνεύετε τη βράβευσή του;

Δεν είναι χειρότερη –αν και μάλλον ούτε καλύτερη –από την εκλογή μιας τηλεπερσόνας κάποιου ριάλιτι στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ. Ενα πράγμα είναι σε κάθε περίπτωση ξεκάθαρο: ο Ντίλαν δεν χρειαζόταν το Νομπέλ για να ενισχύσει τη διεθνή αναγνώρισή του. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για οποιονδήποτε αληθινό συγγραφέα, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται.

Ενα άλλο βραβείο, το Μπούκερ, δόθηκε στον «Πουλημένο» του Πολ Μπέιτι, μια σάτιρα με ήρωα έναν Αφροαμερικανό που επαναφέρει τη δουλεία. Χωρίς να το έχω διαβάσει, βρήκα τη βράβευση θετική: τέτοιου είδους χιούμορ συναντά συχνά την αδιαφορία των επιτροπών και εκνευρίζει τους πολιτικώς ορθά σκεπτόμενους. Συμφωνείτε;

Ναι! Η κωμωδία είναι η παραμελημένη δίδυμη αδελφή της τραγωδίας. Στα αγγλικά, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, χρησιμοποιούμε τη λέξη «σοβαρός» σαν συνώνυμο του «ποιοτικός». Δυστυχώς, όμως, ο «σοβαρός» είναι επίσης και ένα αντώνυμο του «κωμικός». Είναι λοιπόν ωφέλιμο να θυμόμαστε ότι η καλύτερη λογοτεχνία έχει σχεδόν πάντα και μια κωμική διάσταση.

Είναι ασφαλές να κατηγορήσουμε, έστω ώς έναν βαθμό, την υπερβολική πολιτική ορθότητα για την άνοδο πολιτικών με υποτιθέμενα χαλαρή και ανεπιτήδευτη συμπεριφορά και γλώσσα, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ;

Ανησυχώ πολύ με την προοπτική της προεδρίας του. Το φταίξιμο ανήκει στα social media. Χωρίς το twitter, δεν θα υπήρχε Τραμπ. Υπάρχει ένα στοιχείο πολιτικής ορθότητας εδώ: στην επικράτεια της Αριστεράς, οι χρήστες των social media πρέπει πλέον να είναι υπερβολικά προσεκτικοί με τη γλώσσα τους –υπάρχει μια τεράστια ποσότητα πολιτικώς ορθής αυτολογοκρισίας και ο τραμπισμός μπορεί εν μέρει να ιδωθεί σαν ξέσπασμα ενάντια σε αυτή την τυραννία της ορθότητας. Το βαθύτερο όμως ζήτημα είναι ότι το twitter αποτελεί το ακριβώς αντίθετο ενός πολιτικού λόγου με αποχρώσεις και ότι το facebook αποδείχθηκε ένα θαυμάσιο μέσο για την ενίσχυση και διασπορά ακραίων ιδεολογιών (π.χ. του ISIS), για τη διάδοση κακόβουλων ψεμάτων και για τη μόνωση των χρηστών του από τον κόσμο των πραγματικών γεγονότων.

Προσωπικά δεδομένα

«Ο Σνόουντεν αγαπούσε την πατρίδα του»

Με τη βοήθεια της τεχνολογίας οι χρήστες/πολίτες φαίνεται να γίνονται και αντικείμενο μαζικής παρακολούθησης. Μέχρι πρόσφατα συζητιόταν η απονομή χάρης στον Εντουαρντ Σνόουντεν από τον Ομπάμα. Επηρεάζεται η αμερικανική πολιτική σκηνή από τέτοια ζητήματα προσωπικών δεδομένων;

Φοβάμαι ότι πλέον και ο Ομπάμα και οι ΗΠΑ γενικότερα έχουν πολύ σοβαρότερα ζητήματα να τους ανησυχούν από μια χάρη στον Σνόουντεν. Προσωπικά, πάντοτε φοβόμουν για τα προσωπικά δεδομένα που συσσωρεύουν η Google και το facebook, παρά για την κυβερνητική συλλογή μετα-πληροφοριών που αποκάλυψε ο Σνόουντεν.

Ποιες είναι έστω οι διαφορές του με ανθρώπους σαν τον Τζούλιαν Ασάνζ, η σκιά του οποίου πέφτει και στην «Αγνή»; Σε τι μπορεί να διαφωνούσαν;

Βλέπω τον Σνόουντεν σαν κάποιον που αγαπούσε την πατρίδα του και αγωνιούσε ειλικρινά για όσα έβλεπε ως κυβερνητική εισβολή στην ιδιωτικότητα των απλών ανθρώπων. Τον Ασάνζ τον βλέπω σαν κάποιον που προσπάθησε σκληρά να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Σνόουντεν έχει αρχές η κυριότερη αρχή του Ασάνζ μοιάζει να είναι ο εαυτός του. Ο Σνόουντεν συνεργάστηκε προσεκτικά με δημοσιογράφους ώστε να κομίσει τις αποκαλύψεις του ο Ασάνζ τις αμολάει ανεύθυνα. Ελπίζω, αν οι δυο άνδρες συναντιούνταν, η πρώτη ερώτηση του Σνόουντεν στον Ασάνζ να ήταν: «Τι έχεις πάθει;».

Κι αν ο Ασάνζ συνομιλούσε με τον Εριχ Μίλκε, τον επικεφαλής της Στάζι, η οποία επίσης εμφανίζεται στο βιβλίο;

Φαντάζομαι ότι οι δυο τους θα έσπαγαν πολλή πλάκα με το πώς οι άνθρωποι σήμερα παραδίδουν οικειοθελώς στην Google ή στο facebook το είδος εκείνο των προσωπικών πληροφοριών που η οργάνωση του Μίλκε έπρεπε να δουλέψει πολύ σκληρά για να αποκτήσει.

Περί ελπίδας, τηλεόρασης και αριστερών κυβερνήσεων

Παρακολουθείτε τις εξελίξεις στην Ευρώπη; Ισως έχετε ακούσει ότι στην Ελλάδα έχουμε πλέον μια φαινομενικά αριστερή κυβέρνηση, χωρίς όμως να αλλάζουν πολλά.

Παρακολουθώ με τρόμο την πολιτική υποβίβαση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας και τρέφω μεγάλη συμπάθεια για την Ελλάδα σαν ένα θύμα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Είμαι βέβαιος ότι είναι απογοητευτικό που η αριστερή κυβέρνησή σας έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στο μέτωπο της οικονομίας. Ως πολίτης όμως μιας χώρας που μόλις εξέλεξε τον Τραμπ, λέω, ο Θεός να ευλογεί τους Ελληνες που έχουν ακόμα μια αριστερή κυβέρνηση!

Οπως ένα σωρό νέοι, η Πιπ απλώς ελπίζει ότι ίσως τα καταφέρει καλύτερα από τους γονείς της. Είναι μια τέτοια ελπίδα αρκετή; Θα μπορούσε η γενιά σας να αρκεστεί σε αυτή στα πρώτα της βήματα;

Η ελπίδα είναι κάτι παράξενο. Λειτουργεί καλύτερα σε μικρή εμβέλεια – η ελπίδα ότι σήμερα θα είναι μια καλή μέρα, η ελπίδα ότι θα βρεις κάποιον που θα τον αγαπάς και θα σε αγαπάει και ότι θα έχετε μια όμορφη ζωή. Είναι κάτι που αντιλαμβάνομαι ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την προστασία της φύσης. Με κινητοποιεί να βοηθήσω ένα συγκεκριμένο είδος πουλιών ή να προφυλάξω ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης, παρότι υποψιάζομαι ότι η μεγάλη περιβαλλοντική εικόνα είναι απελπιστική. Εχω την αίσθηση πως οι σημερινοί νέοι είναι καλοί στο να ελπίζουν εστιάζοντας κοντά, αν μη τι άλλο γιατί το μακρινό μέλλον (γεμάτο περιβαλλοντικές καταστροφές, ρομποτικούς πολέμους, μόνιμη οικονομική ανισότητα κ.λπ., κ.λπ.) είναι πολύ ζοφερό για να το αναλογιστεί κανείς.

Αποτυπώθηκε το τελευταίο και στις αμερικανικές εκλογές;

Η αλήθεια είναι ότι παρατήρησα πως μόνο 53% των Αμερικανών κάτω από τα 30 ψήφισε τη Χίλαρι Κλίντον. Είναι δύσκολο να μη διαβάσεις αυτό το ποσοστό σαν το ίχνος μιας γενιάς που χάνει ραγδαία κάθε ελπίδα για ορθολογική διακυβέρνηση.

Η ιστορία της Πιπ λέγεται ότι θα μεταφερθεί και στην τηλεόραση. Για τον ρόλο του Αντρέας Βολφ έχει κλείσει ο Ντάνιελ Κρεγκ. Πώς θα θέλατε να μοιάζει η ηθοποιός που θα υποδυθεί εκείνη;

Αλήθεια είναι, εργαζόμαστε σκληρά για μια τηλεοπτική σειρά βασισμένη στο μυθιστόρημα και ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι ο «Αντρέας» μας. Υποθέτω ότι για τις ανάγκες της τηλεόρασης, η Πιπ μας θα πρέπει να είναι πιο όμορφη από την περιγραφή της στο βιβλίο. Εύχομαι ωστόσο να είναι κάποια που θα φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα, παρά εμφανίσιμη. κάποια που να μπορείς να γνωρίσεις, να αγαπήσεις και να τη βρεις όμορφη λόγω της προσωπικότητάς της. Σε κάθε περίπτωση, η μία, απόλυτη προϋπόθεση για την ηθοποιό, είναι να μπορεί να κάνει τον κόσμο να γελά.

Jonathan Franzen

Αγνή

Εκδόσεις Ψυχογιός

Μετάφραση: Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης

Σελίδες: 736

Τιμή: 19,90 ευρώ