Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πια πως ο μιθριδατισμός έχει κάνει καλή δουλειά. Η σταδιακή δηλητηρίαση επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, την απάθεια της κοινωνίας απέναντι σε γεγονότα που κάποτε τα θεωρούσε τεράστιας σημασίας.
Αναφέρομαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στο ντόπινγκ, μια σχέση που πια έχει αποκτήσει γνωρίσματα γκροτέσκο. Μια παράσταση που έχει ανέβει ουκ ολίγες φορές σε θεατρική σκηνή στη χώρα μας και αλλού, αλλά πλέον δεν συγκινεί κανέναν. Ωστόσο υπάρχει μια διάσταση στο θέμα που η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να μη γίνει αντιληπτή.
Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008 καθιερώθηκε ο επανέλεγχος των δειγμάτων των αθλητών με διαφορά κάποιων χρόνων.
Σωστή σκέψη, αν δεχτούμε πως το ντόπινγκ προηγείται πάντοτε του αντιντόπινγκ.
Αυτό που δεν είχε υπολογίσει η ΔΟΕ ήταν η χιονοστιβάδα που θα προκαλούσε η απόφασή της.
Η περίπτωση της αμερικανίδας αθλήτριας του ύψους Σοντέ Λόου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τού τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στον αθλητισμό. Η μαύρη γαζέλα κατετάγη έκτη στο Πεκίνο. Στα επόμενα οκτώ χρόνια ανέβαινε σιγά σιγά στην κατάταξη λόγω θετικών δειγμάτων των αθλητριών που είχαν πετύχει καλύτερες επιδόσεις, ώσπου ενημερώθηκε πως τελικά θα της απονεμηθεί το χάλκινο μετάλλιο.
Εκτός από στοιχεία αμοραλισμού, η υπόθεση έχει και την οικονομική της διάσταση. Οι χορηγοί εγκατέλειψαν τη Λόου το 2008 μετά την «αποτυχία» της να ανέβει στο βάθρο, σε αντίθεση με τις ντοπαρισμένες που απόλαυσαν δόξα και χρήμα, τα οποία βεβαίως σήμερα δεν επιστρέφονται.
Η περίπτωση της Λόου δεν είναι η μοναδική. Μόνο από τους επανελέγχους μέτρησα 93 αθλητές που βρέθηκαν θετικοί στους Αγώνες του 2008 και 63 το 2012 στο Λονδίνο.
Δεν θέλω να σκεφτώ τι μπορεί να είχε συμβεί με αθλητές και κυρίως αθλήτριες του 2004 που δαφνοστεφανωμένες διαλαλούσαν την υπεροχή της φυλής τους. Τρεις από αυτές πάντως πιάστηκαν στη φάκα σε μεταγενέστερο χρόνο. Αλλά ποιον ενδιαφέρει σήμερα αυτό το θέμα. Περασμένα, ξεχασμένα.