Ολα δείχνουν ότι οι περικοπές στις υφιστάμενες συντάξεις, η νέα μείωση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος και η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων θα είναι το επόμενο πικρό ποτήρι του τρίτου Μνημονίου.
Τα μέτρα αυτά τα ζητά επιμόνως το ΔΝΤ για να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα και η Γερμανία δεν φαίνεται να φέρνει αντιρρήσεις. Σε κάποια από αυτά, όπως η δρομολογημένη νέα εργασιακή απορρύθμιση, τα νεοφιλελεύθερα αντανακλαστικά του ΔΝΤ φαίνεται να εξηγούν τις εμμονές του. Στα άλλα, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να κόψει το κλαδί στο δέντρο όπου η ίδια κάθεται.
Στον νόμο Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό έγιναν μονομερείς και υπέρβαρες περικοπές συντάξεων για τους νέους συνταξιούχους, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του συστήματος. Δημιούργησαν και ανέδειξαν ωστόσο μια μεγάλη ανισότητα στις αποδοχές μεταξύ νέων και παλαιών συνταξιούχων –τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά» –η οποία τώρα βρίσκεται στο στόχαστρο του ΔΝΤ. Αλλά και η έως τώρα «αριστερή» πολιτική υπερφορολόγησης των μεσαίων εισοδημάτων και επιχειρήσεων, ήταν λογικό να μετατραπεί σε μπούμερανγκ αφού έτσι δεν περιστέλλεται η φοροδιαφυγή, εξαντλείται η φοροδοτική ικανότητα βασικών κατηγοριών εισοδημάτων και υπονομεύεται η ανάπτυξη. Για αυτό, τη νύφη καλούνται πάλι να πληρώσουν οι κατά δήλωση χαμηλόμισθοι. Βεβαίως, και εδώ η ελληνική περίπτωση αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία προσφέροντας επιχειρήματα στο ΔΝΤ: το 50% των μισθωτών δηλώνει εισόδημα κάτω από το αφορολόγητο όριο.
Ποιος θα πιει το πικρό ποτήρι των νέων μέτρων; Αν όχι η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, σίγουρα η επόμενη ή η μεθεπόμενη. Και σε κάθε περίπτωση οι φορολογούμενοι, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι, η καθημερινότητα των οποίων θα γίνει δυσμενέστερη πριν φθάσει στο σημείο να γίνει (αν γίνει) καλύτερη όπως υπόσχεται το νέο «προσγειωμένο» κυβερνητικό αφήγημα εξόδου στις αγορές. Πράγματι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι και η επιβεβαίωση της αναπτυξιακής διαδικασίας αποτελούν προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής, όποτε και αν ολοκληρωθεί, οι οικονομικοί δείκτες θα έχουν βελτιωθεί αλλά το επίπεδο διαβίωσης θα έχει επιδεινωθεί.
Και εδώ είναι το πολιτικό αδιέξοδο που έχει μπροστά της η κυβέρνηση. Ακόμη και αν περάσει από τη Βουλή τα επώδυνα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης, είτε με τη μορφή νομοσχεδίων είτε με τη μορφή δεσμεύσεων για τη σταδιακή εφαρμογή τους τα επόμενα χρόνια, ο δείκτης «μιζέριας» θα εξακολουθεί να ανεβαίνει και να καθορίζει αντίστροφα τις δημοσκοπικές επιδόσεις της. Αλλωστε, πολλά είναι τα παραδείγματα κυβερνήσεων στο πρόσφατο παρελθόν οι οποίες, ενώ πέτυχαν ή βρίσκονταν στον δρόμο για να πετύχουν κρίσιμους οικονομικούς στόχους, αυτοί δεν άγγιξαν την κοινωνία. Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ και δρομολόγησε κρίσιμα έργα, αλλά έχασε τις εκλογές. Η επόμενη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή έβγαλε την οικονομία από την ευρωπαϊκή επιτήρηση (την οποία βεβαίως η ίδια είχε βάλει νωρίτερα), αλλά και αυτή ηττήθηκε στις εκλογές από τον Γιώργο Παπανδρέου. Οσο για τη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, αυτή έφτασε μέχρι τη στροφή της ανάπτυξης, αλλά έχασε με μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ;