Στο σπαρακτικό ποίημα με τίτλο «Αποστρατευμένος», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μιλάει με τη φωνή ενός χωριατόπαιδου κατά τη δεκαετία του ’50 ή του ’60, το οποίο ολοκληρώνει ευδοκίμως τη θητεία του και ξαναγίνεται «καλός πολίτης»: «Αυτό που πέρασε δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που θα ‘ρθει. Αναδουλειά, ξηρασίες, καταστροφή της σοδειάς, η καθημερινή αγωνία για το καρβέλι, και τα αδελφάκια να κλαίνε, κι η σύνταξη του πατέρα μικρή, κι ο θείος από την Αμερική μονάχα υποσχέσεις…». Πράγματι. Στη μεταπολεμική Ελλάδα πάρα πολλοί άνθρωποι διαβίωναν πιο υποφερτά ως φαντάροι –όπου ο επιούσιος τουλάχιστον ήταν εξασφαλισμένος, η σκουριασμένη καραβάνα μισογέμιζε μεσημέρι και βράδυ –παρά επανερχόμενοι στον μόχθο της κανονικής τους ζωής. Οταν τα αγόρια ντύνονταν στο χακί δεν θρηνούσαν τα ίδια, αλλά οι γονείς τους που θα στερούνταν επί δύο χρόνια τα εργατικά τους χέρια.

Μετά το 1974, με τη σκιά της χούντας να πέφτει πάνω στην κοινωνία, ο στρατός άρχισε να φαντάζει σαν ένας εφιάλτης, τον οποίον οι ελευθερόφρονες νέοι της εποχής μπορούσαν –ενδεχομένως και έπρεπε –να αποφύγουν. Δημιουργήθηκε ένας μηχανισμός παραγωγής «τρελόχαρτων». Δασκαλεμένοι από καλοπροαίρετους ή καλοπληρωμένους γιατρούς, εφοδιασμένοι με ψευδή πιστοποιητικά, μύριοι όσοι παρουσιάστηκαν εκείνον τον καιρό στις αρμόδιες επιτροπές και παριστάνοντας τους ψυχικά διαταραγμένους, εξασφάλισαν την ποθητή απαλλαγή. Και επέστρεψαν γραμμή στις μουσικές και στα βιβλία τους. Στην πλειονότητά τους το έχουν μετανιώσει.

Στην πορεία των χρόνων, παρά τα σκαμπανεβάσματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα λουριά για τους στρατεύσιμους χαλάρωσαν εντυπωσιακά. Η θητεία περιορίστηκε στους εννέα μήνες, οι υπηρεσίες αυξημένης επικινδυνότητας ανετέθησαν σε επαγγελματίες οπλίτες, το μαλλί μάκρυνε, εφημερίδες, κινητά –σήμερα προφανώς και Ιντερνετ –μπήκαν στους κοιτώνες. Υστατο

ισχυρό επιχείρημα εναντίον της υποχρεωτικής στράτευσης των Ελλήνων παρέμεινε το ότι αποτελεί χάσιμο χρόνου. «Τα παιδιά έχουν σημαντικότερες δουλειές από το να αποψιλώνουν στρατόπεδα! Πού ακούστηκε πτυχιούχους να τους στέλνεις σε σκοπιές και σε αγγαρείες;».

Το λέω ευθαρσώς: Ακόμα και εάν η χώρα μας υπέγραφε συνθήκη αιώνιας ειρήνης με όλους της τους γείτονες, η υποχρεωτική θητεία θα έπρεπε να διατηρηθεί, αλλάζοντας έστω περιεχόμενο, μετατρεπόμενη σε κοινωνική εργασία. Να επεκταθεί δε και στις γυναίκες.

Σκεφτείτε. Πόσες ευκαιρίες έχει ο μέσος Ελληνας να ξεφύγει από τον μικρόκοσμό του; Να βγει από το καβούκι της οικογένειας, της γειτονιάς, της παρέας και να έρθει σε επαφή με συμπατριώτες τελείως διαφορετικής ταξικής και γεωγραφικής προέλευσης; Να συναναστραφεί ο αγρότης με τον αστό, ο χειρώναξ με τον επιστήμονα, ο παθιασμένος παοκτζής με τον χίπστερ; Να κοιμηθούν σε πλαϊνά κρεβάτια, να ακούσουν τις ίδιες -παράλογες συχνά –διαταγές από αφιονισμένους λοχίες; Να μάθουν, θέλοντας και μη, να χρησιμοποιούν κοινά μπάνια και τουαλέτες; Να μην υπάρχει εκεί γύρω μια μαμά για να τους μαγειρέψει το αγαπημένο τους φαΐ; Φανταστείτε πόσο ευτράπελη, γόνιμη ωστόσο επί της ουσίας, θα ήταν η αναγκαστική συνύπαρξη μιας Γλυφαδιώτισσας με μια Πομάκα. Θα γκρέμιζε μύθους εκατέρωθεν…

Ξέρω, ξέρω τι θα μου πείτε. Ο ελληνικός στρατός αποτελεί την αυτοκρατορία του μέσου. Μετά τη βασική εκπαίδευση, καταιγισμοί τηλεφωνημάτων διαχωρίζουν την ήρα από το στάρι. Οι «τσάτσοι» βολεύονται στο «Πεντάγωνο», ενώ οι μη βυσματωμένοι στέλνονται στα ακριτικά φυλάκια. Ετσι όμως δεν λειτουργεί σύσσωμη η κοινωνία μας; Πώς να φιλοδοξείς να την αλλάξεις εάν πρώτα δεν την έχεις ζήσει στο πετσί σου; Αμα δεν έχεις δει με τα μάτια σου, το 1993, τον γιο του διαπλεκόμενου μεγιστάνα να λαδώνει κοτζάμ διοικητή του στρατοπέδου με τραπέζι-πίστα στα μπουζούκια της Παραλιακής, τι ξέρεις για την Ελλάδα; Ο,τι διάβασες σε βαθυστόχαστες αναλύσεις;

Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ξεκίνησε ως δημοκρατική καινοτομία. Παραμένει ακόμα και σήμερα μια εξαιρετικά διδακτική εμπειρία για όσους υπηρετούν. Εκείνοι που την απαξιώνουν, που εύχονται την κατάργησή της, υποστηρίζουν στην ουσία τα κοινωνικά στεγανά. Το δικαίωμα να γεννιούνται και να πεθαίνουν μέσα στις ροδαλές τους ψευδαισθήσεις.