Εγώ που πάω σε αμερικάνικο σχολείο, χτες γιορτάσαμε το Thanksgiving, που είναι η Γιορτή των Ευχαριστιών. Στη Γιορτή των Ευχαριστιών οι Αμερικάνοι ευχαριστούν τον Θεό. Τον ευχαριστούν γιατί φύγανε από την Ευρώπη, πήγανε στην Αμερική και γίνανε Αμερικάνοι. Οι Αμερικάνοι δεν ήταν από πάντα Αμερικάνοι. Πρώτα ήτανε Ευρωπαίοι, πολύ καλοί άνθρωποι που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα. Κι επειδή δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, για να περάσει ευχάριστα η ώρα τους, κλέβανε, σκοτώνανε, βασανίζανε γάτες και πατάγανε γριές με το αυτοκίνητο. Και μια μέρα κάποιοι τους βάλανε σε ένα σαπιοκάραβο και τους στείλανε στην Αμερική να ξεβρωμίσει, λέει, η Ευρώπη.
Μόλις κατέβηκαν οι καλοί άνθρωποι πέσανε στα γόνατα και ευχαριστούσαν τον Θεό. Και μετά σηκώθηκαν από τα γόνατα και άρχισαν να κάνουν εμετό και να ξερνάνε γιατί το καράβι κούναγε. Κι αφού τελειώσανε τον εμετό τους, κοιτάξανε γύρω τους και είδαν δεντράκια, λουλουδάκια και κάτι θυμωμένους κόκκινους ανθρώπους. Οι Ευρωπαίοι ήταν οι καλοί και οι κόκκινοι ήταν οι κακοί. Και τους λέγανε «Ινδιάνοι».
Οι οποίοι Ινδιάνοι ήταν εντελώς παράλογοι. Μένανε σε κείνο το μέρος που το λέγανε πατρίδα τους και δεν θέλανε να ξεκουμπιστούν με τίποτα. Και τότε οι καλοί Ευρωπαίοι που είχαν καλά όπλα σκοτώσανε, βασανίσανε και διώξανε τους Ινδιάνους και μετά ευχαρίστησαν τον Θεό που έκαναν μια τόσο καλή πράξη. Και σφάξανε μια γαλοπούλα να τη φάνε. Η γαλοπούλα ήταν ένα κορίτσι από τη Γαλλία και δεν ήθελε να τη σφάξουνε, αλλά αυτοί τη σφάξανε και τη φάγανε με κάστανα. Και κάθε χρόνο είναι έθιμο να σφάζουνε ένα κορίτσι από τη Γαλλία και να το βάζουνε στο φούρνο να το τρώνε.
Οι καλοί Ευρωπαίοι, αφού εξολόθρευσαν τους κακούς Ινδιάνους, άρχισαν να βαριούνται. Γι’ αυτό πήγανε στην Αφρική, όπου κατοικούσαν κάτι κακοί μαύροι. Και τους αρπάξανε και τους βάλανε αλυσοδεμένους στ’ αμπάρια και τους έφεραν στην Αμερική. Κι εκεί οι καλοί λευκοί έκαναν τους κακούς μαύρους δούλους και τους δέρνανε και τους πουλάγανε και τους αγοράζανε. Μέχρι που οι κακοί μαύροι τα πήραν στο κρανίο και κάνανε έναν πόλεμο και κερδίσανε. Και τώρα όλοι οι κακοί μαύροι κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους και σκοτώνουνε τον κοσμάκη και αυτό το λένε «εγκληματικότητα».
Στο σχολείο δεν μας είπαν τέτοια πράγματα, αλλά μου τα είπε ο μπαμπάς του Νικόλα, πολύ καλός άνθρωπος. Κι όταν μου τα εξήγησε «κατάλαβες;» μου είπε. «Κατάλαβα» του είπα. «Μπράβο, αγόρι μου» μου είπε «πάρε δώρο ένα στίκερ με μια ωραία σβάστικα». Εγώ δεν ξέρω τι είναι η σβάστικα, αλλά όταν την είδε ο μπαμπάς μου, πήγε και πλάκωσε τον μπαμπά του Νικόλα στο ξύλο.
Ο μπαμπάς μου ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ και είναι πάρα πολύ θυμωμένος που πηγαίνω σε αμερικάνικο σχολείο. Και τα βάζει με τη μαμά μου γιατί εκείνη, λέει, λύσσαξε. Κι ο μπαμπάς μου είπε «ποιος θα μου το ‘λεγε ότι ο δικός μου ο γιος, ο δισεγγονός του καπετάν Νικηφόρου θα πήγαινε σε αμερικάνικο σχολείο και θα γιόρταζε και τα θανκσγκίβια». Κι η μαμά μου είπε «άμα είναι να μου το βγάλεις ξινό, να τον πάρουμε και να τον πάμε στο δημόσιο». Κι ο μπαμπάς μου είπε «καλά, άσ’ τον και φέτος και του χρόνου οπωσδήποτε».
Και τη Γιορτή των Ευχαριστιών εγώ έπεσα στα γόνατα κι ευχαρίστησα τον Θεό που δεν τσακώθηκαν πάλι ο μπαμπάς μου με τη μαμά μου.
Κι επειδή δεν έχουμε γαλοπούλες από τη Γαλλία στη γειτονιά, λέω να σφάξω τη Νεφέλη για να το γιορτάσουμε.