Η ματιά στον χάρτη τρομάζει: ένα νησί στο μέσον της Ανατολικής Μεσογείου, περιβαλλόμενο σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων από εστίες πολεμικών συρράξεων που έχουν ήδη ξεσπάσει ή μπορεί να ξεσπάσουν ανά πάσα στιγμή. Και το ίδιο το νησί χαρακωμένο από μια γραμμή αντιπαράταξης, με στρατούς, φυλάκια και σχισμένους σάκους άμμου που υποτίθεται ότι θα παράσχουν κάλυψη, αν χρειαστεί να ξαναρχίσει το πολεμικό πανηγύρι.
Η περιγραφή αυτή περιέχει ήδη τους λόγους που καθιστούν τη λύση του Κυπριακού απαραίτητη. Η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική νησίδα ασφάλειας και ειρήνης σε μια ταλαιπωρημένη περιοχή. Να καταστεί οικονομικό και ενεργειακό κέντρο. Να ωθήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μια φάση συνεργασίας και καλής γειτονίας. Η αντιστροφή τρομάζει: χωρίς λύση, αυτό που αναμένεται είναι η οριστική διχοτόμηση· η προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία· η εκβιαστική ακύρωση των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης των σημαντικών ενεργειακών αποθεμάτων του νησιού· και ο διαρκής κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης.
Βάση των συνομιλιών είναι εδώ και τέσσερις δεκαετίες η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία. Πρόκειται για ένα μοντέλο που θα διασφαλίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλη την επικράτεια της προς ίδρυση νέας Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδίδοντας στις δύο κοινότητες μέγιστο βαθμό αυτονομίας στη ρύθμιση των εσωτερικών τους υποθέσεων και επιτρέποντας τόση συνύπαρξη όση σήμερα αυτές θέλουν και μπορούν να στηρίξουν. Σε μια επόμενη γενιά, οι κοινότητες αυτές μπορούν να αγαπηθούν ακόμη περισσότερο και –γιατί όχι; –να ενωθούν εις σάρκα μίαν.
Στις συνομιλίες των δύο τελευταίων ετών έχουν ήδη επιτευχθεί σημαντικές συγκλίσεις σε πολλά κεφάλαια της διαπραγμάτευσης. Οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων έχουν κατανοήσει ότι πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία λύσης ενός προβλήματος που απασχολεί Κυπρίους και διεθνή κοινότητα από το 1963 (και όχι, όπως πολλοί νομίζουν, από την τουρκική εισβολή του 1974). Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για την πρώτη διαπραγμάτευση στην ιστορία του Κυπριακού που παρέμεινε –έως και τον Οκτώβριο του 2016 –«κυπριακής ιδιοκτησίας». Δεν χειραγωγήθηκε από τις μητέρες-πατρίδες ή από τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις. Δεν υπήρξε καν ουσιώδης εμπλοκή του ΟΗΕ, ο οποίος περιορίστηκε αποκλειστικά σε υπηρεσίες τεχνικής διευκόλυνσης της διαδικασίας. Η διαπραγμάτευση είχε πάντως την αμέριστη διακριτική υποστήριξη του συνόλου της διεθνούς κοινότητας –πλην του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, που διαρκώς εξέφραζε τους ενδοιασμούς του.
Σκηνικό σύγκρουσης
Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πληροφορηθούμε τα ακριβή αίτια της αποτυχίας των συνομιλιών στο Μον Πελεράν. Βέβαιο είναι ότι η αποτυχία αυτή δεν σημαίνει πλήρη και οριστική κατάρρευση της διαδικασίας. Εξίσου βέβαιο είναι ότι, τις τελευταίες εβδομάδες, η διαδικασία επιβαρύνθηκε από ένα σκηνικό σύγκρουσης στο οποίο συνεισέφεραν τόσο η Αγκυρα όσο και η Αθήνα –με την τελευταία να θέτει αφ’ εαυτής και αυτοβούλως κόκκινες γραμμές στη διαπραγμάτευση. Η πτυχή της ασφάλειας σε ένα μελλοντικό ομοσπονδιακό κράτος είναι πολλαπλώς επιβαρημένη: κάποιοι Ελληνοκύπριοι νιώθουν (δικαίως) απειλούμενοι από τον τουρκικό στρατό κατοχής. Κάποιοι Τουρκοκύπριοι νιώθουν (επίσης δικαίως) απειλούμενοι από τους Ελληνοκυπρίους, αναλογιζόμενοι όσα υπέστησαν την περίοδο 1963-74 αλλά και τα πολλά μικρής κλίμακας επεισόδια που προκάλεσαν εναντίον τους τα τελευταία χρόνια ελληνοκύπριοι εθνικιστές και που στο σύνολό τους έμειναν ατιμώρητα. Ενόψει τούτων, οι δύο ηγέτες επαναλαμβάνουν δημοσίως ότι η όποια συμφωνία πρέπει να εδραιώνει το αίσθημα ασφάλειας της κάθε κοινότητας, χωρίς να γεννά φόβους στην άλλη. Αυτή η αφετηρία είναι επαρκής για την αναζήτηση ρυθμίσεων αμοιβαία αποδεκτών, ώστε να οδηγηθούμε σε οριστική λύση.
Δεν συμβάλλει, αντίθετα, η πρόσθετη διατύπωση αυτόνομων ελλαδικών αξιώσεων. Εννοώ, ενδεικτικά, την αναγόρευση, σε επίσημο έγγραφο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που αφέθηκε να διαρρεύσει τον Οκτώβριο, των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της υπό μετεξέλιξη Κυπριακής Δημοκρατίας σε «βασικό πυλώνα του ελληνικού [sic] δόγματος για την ασφάλεια». Θέλοντας να εμποδίσει την υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τουρκικό «προτεκτοράτο», το υπουργείο Εξωτερικών την ανακηρύσσει έτσι εκ προοιμίου σε ελληνικό προτεκτοράτο. Ιστορικώς ειπείν, η αξίωση είναι προκλητική: έχοντας προκαλέσει το πραξικόπημα του 1974 και έχοντας αντιδράσει με μικρής κλίμακας συμβολικές κινήσεις στην τουρκική εισβολή που αυτό προκάλεσε, η κυβέρνηση της Αθήνας επιχειρεί τώρα να υποτάξει την Κύπρο στο δικό της «δόγμα για την ασφάλεια».
Φιλοδοξίες και ιδεοληψίες
Υπάρχουν ενδείξεις ότι στην επικράτεια των Αθηνών επιχειρείται να στηθεί ένα πολιτικό παίγνιο με τραγικές ιστορικές επιπτώσεις. Πρωταγωνιστούν αντιπρόσωποι κύπριων πολιτικών που βλέπουν στη λύση του Κυπριακού την ακύρωση των προσωπικών τους φιλοδοξιών να γίνουν πρόεδροι της σημερινής, ακρωτηριασμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι επιδιώξεις αυτές συναντώνται με αντιιμπεριαλιστικές ιδεοληψίες και εμμονές πρώην και νυν κομμουνιστών, περιλαμβανομένου και του έλληνα υπουργού Εξωτερικών. Συναντώνται επίσης με την αναζήτηση πεδίων επίδειξης ενός ανέξοδου (για την ελληνική κυβέρνηση) πνεύματος αντίστασης, αλλά και με τον ακροδεξιό εθνικισμό των ανεξέλεγκτων κυβερνητικών συνεταίρων. Συναντώνται, τέλος, με τις στρατηγικές επιδιώξεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Η στάση αυτή αποτυπώθηκε κατά το διήμερο των συνομιλιών σε εμπρηστικό έγγραφο με το οποίο η Ελλάδα, προκειμένου να συμμετάσχει στην πολυμερή διάσκεψη για το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, απαιτούσε να έχει υπάρξει προηγουμένως συμφωνία για αυτά τα ζητήματα. Δήλωνε, δηλαδή, ότι η συμφωνία πρέπει να υπάρξει πριν από τη διάσκεψη που θα τη διαπραγματευθεί! Η αποτυχία των συνομιλιών φαίνεται ότι οφείλεται και στο γεγονός ότι ο κύπριος πρόεδρος εγκλωβίστηκε (προσωρινά;) σε αυτή την εσκεμμένα αδιέξοδη στάση.
Ο Παναγιώτης Θανασάς διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι πολίτης της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας