Υπήρξε πρωθυπουργός σε μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της Ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Η θητεία του συνδυάστηκε με μια περίοδο ευημερίας, έργων, εξωστρέφειας και κοινωνικής ανόδου –εκτός των άλλων, η Ελλάδα μπήκε στην ΟΝΕ, ενώ στρατηγικής σημασίας για τη χώρα ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Με το τέλος της θητείας του ο Κώστας Σημίτης αρνήθηκε να παροπλιστεί. Χωρίς να συμμετέχει ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, παρέμεινε μαχητικά παρών για τις ιδέες του. Χωρίς να συνθηματολογεί, χωρίς να αποφαίνεται ανέξοδα στα ΜΜΕ, εργάστηκε αδιάλειπτα και με σύστημα, παρεμβαίνοντας κυρίως με το συγγραφικό έργο του. Στο οποίο εξέθετε τις θέσεις του για τα προβλήματα του καιρού μας αλλά και τις ιδέες του και τα περιστατικά της θητείας του στην πολιτική, υλικό χρήσιμο για ανήσυχους αναγνώστες αλλά και για ιστορικούς του μέλλοντος.
Η νέα εργασία του που μόλις κυκλοφόρησε, έχει τίτλο μια ερώτηση («Υπάρχει λύση;») και τον χαρακτήρα μιας μεγάλης συνέντευξης του πρώην πρωθυπουργού στον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη. Οι ερωτήσεις διεκδικούν ολοκληρωμένες και εμπεριστατωμένες απαντήσεις, οι οποίες είναι προφανές ότι, σε πολλές περιπτώσεις, για να δοθούν απαιτούν την προσφυγή σε πηγές: αριθμούς, κείμενα, σημειώσεις. Με αυτό τον τρόπο, το κείμενο είναι γεμάτο πληροφορίες, απαραίτητες για να τεκμηριωθούν οι θέσεις και τα συμπεράσματα του πρώην πρωθυπουργού.
Η κορύφωση του χρέους
Το βιβλίο είναι μια πλήρης τοποθέτηση του Κώστα Σημίτη στα αίτια της κρίσης, στις ευθύνες του πολιτικού συστήματος αλλά και των ελλήνων πολιτών, στα λάθη των εταίρων και δανειστών, στις απαραίτητες θυσίες και στην αδυναμία της χώρας να υποστηρίξει και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, στη στρεβλή αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, στην ανάδυση των δυνάμεων του εθνικολαϊκισμού. Απαντά και στα δικά του πεπραγμένα –γιατί υποχώρησε, π.χ., στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση (προείχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, απαντά) ή για το λεγόμενο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου (απαντά ότι στελέχη της κυβέρνησής του είχαν προειδοποιήσει για ρίσκο των επενδυτών). Στις απαντήσεις του, επιχειρώντας να φωτίσει μία σειρά από επίτηδες συσκοτισμένα θέματα, είναι μεθοδικός και πάντα χρησιμοποιεί τα δεδομένα της πραγματικότητας: στοιχεία, μαρτυρίες, δημοσιεύματα, μετρήσεις. Απαντά, δηλαδή, έχοντας μπροστά το τεφτέρι του λογιστή –ιδιότητα που του προσάπτουν, ως κατηγορία, πρόσωπα της πολιτικής τα οποία συνέβαλαν στην κρίση:
«Το δημόσιο χρέος έφτασε από 93,28 δισ. ευρώ το 1996, τα 146,01 δισ. ευρώ το 2010. Αυξήθηκε, από το 2009 έως το 2010, κατά 20 δισ. περίπου, ένα ποσό-ρεκόρ (σ.σ. η υπογράμμιση του συγγραφέα) […]. Δεν συμφωνώ καθόλου με την άποψη ότι όλα αυτά ήταν λίγο – πολύ συνηθισμένα. Παρόμοια αρνητική εξέλιξη δεν υπήρξε άλλη φορά, μετά τη Μεταπολίτευση. Βεβαίως, ούτε επί των κυβερνήσεών μου. Το έλλειμμα της κυβέρνησης ήταν το 1996, το πρώτο έτος της διακυβέρνησής μου, -6,31% του ΑΕΠ, και -5,52% του ΑΕΠ το 2003, τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησής μου. Μειώθηκε, δηλαδή. Στο τέλος του 2008 ήταν -9,8%. Το 2009, έπειτα από δέκα μήνες διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και δύο μήνες διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπό τον Γ. Παπανδρέου, έφτασε το -15,25% του ΑΕΠ, ένα απόλυτο ρεκόρ» (σελ. 11-12).
Τις πταίει;
Ο Κώστας Σημίτης, όπως εύκολα κατανοεί κανείς, δεν διστάζει να επιρρίψει ευθύνες –και η μερίδα του λέοντος των ευθυνών ανήκει στη διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, για την οποία δηλώνει ότι «δημιούργησε το μεγαλύτερο έλλειμμα στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, πρωτόγνωρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Αλλά δεν αφήνει έξω από τις ευθύνες ούτε τη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. «Ισχυριζόταν ακόμη, στις αρχές του 2010, ότι “λεφτά υπάρχουν”» γράφει ο Κώστας Σημίτης. «Οταν διαπραγματεύτηκε με την Ενωση, δεν είχε πειστικό σχέδιο. Μετά το πρώτο Μνημόνιο, τον Μάιο του 2010, συνέχισε να αμφιβάλλει για το πρακτέο. Οι αμερικανοί σύμβουλοι του κ. Παπανδρέου, ο κ. Στίγκλιτς και ο κ. Γκάλμπρεϊθ, μετέπειτα συνεργάτης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επέμεναν ότι η Ελλάδα πρέπει να αποχωρήσει από την Ενωση».
Φυσικά, κατά τον πρώην πρωθυπουργό, σοβαρές ευθύνες έχει και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενα μέρος τους είναι διαρθρωτικό, η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ που ευνοεί τη διαφορά πλούσιου Βορρά έναντι φτωχού Νότου. Ωστόσο, υπήρξαν και λάθη στη συγκυρία. Το πρώτο Μνημόνιο, π.χ., δεν είχε επίκεντρο την ανάπτυξη, μάλιστα έχοντας σχεδιαστεί για να περιστείλει τις δημόσιες επενδύσεις βύθισε ακόμα περισσότερο τη χώρα στην ύφεση –η οποία πολλαπλασιάστηκε εξαιτίας του λάθους που έχει παραδεχθεί το ΔΝΤ: «Οι δανειστές υπολόγισαν τις επιπτώσεις των μέτρων με βάση τον κανόνα ότι η μείωση της δαπάνης κατά 1% οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ (ύφεση) κατά 0,5%. Σε χώρες όμως με διαρθρωτικές αδυναμίες, η μείωση του ΑΕΠ μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη, όπως και συνέβη» (σελ. 39). Αποτέλεσμα: αντί για -7,5%, η ύφεση στο τέλος του 2012 έφτασε το -23,66%. Πανωλεθρία. Εξίσου πανωλεθρία ήταν η αδιαφορία της ευρωζώνης για τις επενδύσεις, η αξία των οποίων υποχώρησε από 20,7% του ΑΕΠ το 2009 σε 11% το 2015.
Η υστέρηση της κοινωνίας
Ισως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η αδυναμία της ελληνικής πολιτικής και, συνακόλουθα, του ελληνικού λαού να κατανοήσει τις συνέπειες της κρίσης. Ο Κώστας Σημίτης βαφτίζει, συνολικά, υστέρηση τη διαρθρωτική αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να κατανοήσει τι είχε συμβεί στη χώρα και, αναλόγως, να αντιδράσει. Και λέγοντας υστέρηση κατονομάζει ανεπαρκείς θεσμούς, αναχρονιστικές δομές, άρνηση ανάληψης πρωτοβουλιών, απέχθεια για τις αλλαγές, εμμονή στα περιορισμένα ατομικά συμφέροντα, απόρριψη των συλλογικών προσπαθειών, έλλειψη γνώσεων ή και ικανοτήτων και αδιαφορία. Οσο και αν αυτή την πραγματικότητα επιχειρούν να την εξωραΐσουν διάφοροι, πολιτικοί, ΜΜΕ και κόμματα, όσο και αν αφορίζουν ως αντιλαϊκή πρόκληση την αναφορά στα πραγματικά δεδομένα, έτσι έχουν τα πράγματα.
Η ανάστροφη πορεία
Ετσι θα συνεχίσουν να πηγαίνουν;
Οχι, λέει ο Κώστας Σημίτης, αν η χώρα ήταν διατεθειμένη να δεχθεί και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, αναγκαίες όχι μόνο για την επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα αλλά και για τη διεκδίκηση από την Ελλάδα μιας θέσης που θα μπορούσε να κατακτήσει. Ωστόσο, επειδή πολλοί μιλούν για μεταρρυθμίσεις εννοώντας καθένας διαφορετικά πράγματα, εξηγεί ο ίδιος τι εννοεί μιλώντας για μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμό ή ανανέωση.
Κατά τον Κώστα Σημίτη, κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια οφείλει να επιδιώκει τη δημιουργία ενός κράτους και μιας κοινωνίας που θα διευρύνουν τις ελευθερίες και τις δυνατότητες των πολιτών. Οι μεταρρυθμιστές «επιδιώκουν να ενδυναμώσουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, να στηρίξουν τις επενδύσεις και την απασχόληση, να ενισχύσουν την παιδεία και την τεχνολογική πρόοδο. Να εξασφαλίσουν, ταυτόχρονα, μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, την κοινωνική στήριξη των αδυνάτων και τη μείωση των ανισοτήτων. Τέλος, βασικοί τους στόχοι είναι και η ενίσχυση της δημοκρατίας, η εξασφάλιση της ισονομίας και η διεύρυνση των ελευθεριών, ο περιορισμός της κρατικής και κοινωνικής αυθαιρεσίας» (σελ. 217). Για να γίνουν κατορθωτά όλα αυτά, χρειάζεται μια χώρα που θα καταπολεμήσει τις δομές του πελατειακού κράτους (ο Κώστας Σημίτης χρησιμοποιεί τη διατύπωση του καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη: «Την προσοδοκρατία των ισχυρών συμφερόντων και την κρατική πελατειακή διανομή των πόρων») αλλά και την εκμετάλλευση στην εργασία και στη λειτουργία της αγοράς. Και για να αρχίσουν όλα αυτά να υλοποιούνται, χρειάζεται η χώρα να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες εξελίξεις, υπερβαίνοντας «την εθνικιστική εξωστρέφεια και τις φαντασιώσεις για τα δήθεν ιδιαίτερα δικαιώματά της».
Οχι στην εσωστρέφεια
Είναι όμως δυνατόν η χώρα να κάνει τέτοιο ποιοτικό άλμα, με δεδομένη την οπισθοχώρησή της μετά το ξέσπασμα της κρίσης και την πολλαπλή χρεοκοπία σε οικονομία, πολιτική και αξίες; Μπορούν να συμβούν όλα αυτά σε μια χώρα που τη μαστίζει η ανεργία, η αδυναμία διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της, η διάλυση του εκπαιδευτικού συστήματος, η κατάρρευση της δημόσιας υγείας, η γραφειοκρατική δυσκινησία του δημόσιου τομέα –σε μια χώρα που δεσπόζει το αντιμεταρρυθμιστικό πνεύμα;
Ο Κώστας Σημίτης πιστεύει ότι οι ακρότητες της «αριστερο-δεξιάς συμμαχίας» που κυβερνά τη χώρα, οι κυβερνητικές προσπάθειες να εμπεδώσει στη χώρα ένα αυταρχικό καθεστώς δημιουργούν «αντίρροπες δυνάμεις σε όλο το πολιτικό φάσμα, διατεθειμένες να αντιταχθούν στην εθνικολαϊκιστική ιδεολογία και τις πολιτικές πρακτικές της». Οι δυνάμεις αυτές, λέει ο πρώην πρωθυπουργός, μπορούν να ανατρέψουν τη ζοφερή πραγματικότητα:
«Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη στην υστέρηση» καταλήγει ο Κώστας Σημίτης. «Η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, η παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές αλλαγές, οι βαθιά ριζωμένες σχέσεις των Ελλήνων με τις οικονομίες και τους πολιτισμούς άλλων χωρών προσφέρουν κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές ευκαιρίες για μια άλλη πορεία. Ενας δρόμος διαφορετικός από την εσωστρέφεια και την απομόνωση του εθνικολαϊκισμού είναι εφικτός. Αυταρχικά καθεστώτα, ακραίοι εθνικισμοί, προσπάθειες για οικονομική αυτάρκεια, επιτηρήσεις και έλεγχοι της πολιτικής και κοινωνικής ζωής δεν μπορούν να επιβιώσουν στον ευρωπαϊκό χώρο στον οποίο ανήκει η Ελλάδα. Υπάρχουν γι’ αυτό, παρά τον ζόφο που επικρατεί, δυνάμεις που επιδιώκουν να ακολουθήσει η χώρα μια κατεύθυνση προόδου, να επιτύχει την καλύτερη λειτουργία του κράτους, μια πιο δίκαιη κοινωνία, ένα περιβάλλον ανοιχτό στα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, και την ενεργό συμμετοχή της στη συνεχή αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Οπως έδειξε η περίοδος μετά τη Δικτατορία, οι δυνάμεις αυτές είναι δυνατό να συνεργασθούν και, με συνειδητή και επίμονη δουλειά, να επιτύχουν την ανάπτυξη, να χαράξουν νέους δρόμους για τη χώρα».
Πολύ φοβάμαι ότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι υπερβολικά αισιόδοξος. Ισως, πάλι, έχει σημασία να μη χάνει κανείς την αισιοδοξία του, τη διάθεσή του να θέτει στόχους και να μάχεται γι’ αυτούς. Η προσπάθεια να διεκδικήσουμε το αδύνατο αξίζει.