Ενα από τα βασικά θέματα συζήτησης αυτές τις ημέρες στη Βρετανία είναι η επιστροφή του Τόνι Μπλερ στην πολιτική. Ο ίδιος το αρνείται. Το μέλλον θα δείξει αν θα συμβεί. Αυτός πάντως που σίγουρα επέστρεψε (όχι στην ενεργό πολιτική αλλά στη δημόσια ζωή), και μάλιστα μέσω Λονδίνου, είναι ένας παλιός γνώριμος του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας: ο Κώστας Σημίτης.
Σε μια αμιγώς πολιτική ομιλία, ο πρώην πρωθυπουργός κατακεραύνωσε τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη δική του, από τον Καραμανλή έως τον Τσίπρα, ενώ επέρριψε σοβαρές ευθύνες και στην Ευρωπαϊκή Ενωση για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα.
Ο άνθρωπος που κυβέρνησε την Ελλάδα επί οκτώ χρόνια ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο συνέδριο που διοργάνωσε χθες το Ελληνικό Παρατηρητήριο της London School of Economics (LSE) με θέμα: «Ελλάδα: Εκσυγχρονισμός και Ευρώπη 20 χρόνια μετά».
Ακμαίος, παρά τα 80 του χρόνια, μπήκε κυριολεκτικά πρώτος στην αίθουσα Σο Λάιμπραρι στο παλιό κτίριο της LSE στο Ουέστμινστερ, η οποία αργότερα θα γέμιζε από κόσμο –οι περισσότεροι κάτω των 25.
Ευδιάθετος έφτασε στον χώρο του συνεδρίου μαζί με τη Δάφνη Σημίτη, η οποία κάθησε στην πρώτη σειρά και παρακολούθησε την ομιλία του συζύγου της δίπλα στον πρώην υπουργό Οικονομικών –και άλλοτε πολιτικό αντίπαλο του Σημίτη –Γιώργο Αλογοσκούφη. Παρών ήταν και ο Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις Σημίτη.
Η πτωτική πορεία
«Πώς τα βλέπετε τα πράγματα στην Ελλάδα;» ρωτάω τον Κώστα Σημίτη. «Τι να σας πω; Εξαιρετικά!» λέει γελώντας και, ασφαλώς, υπονοεί το ακριβώς αντίθετο. Αραγε, πιστεύει ότι φέρει και αυτός μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση της Ελλάδας; Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω. Τον καλεί στο βήμα ο Κέβιν Φέδερστον, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της LSE και συντονιστής του συνεδρίου.
Ωστόσο, με την έναρξη κιόλας της ομιλίας του ο Κώστας Σημίτης απαντά –έστω εμμέσως –στην απορία μου. «Εμείς κάναμε μια προσπάθεια να φέρουμε την Ελλάδα στο επίπεδο των ευρωπαίων εταίρων μας, η οποία δεν ολοκληρώθηκε» είπε, στρέφοντας αρχικά τα βέλη του στον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία.
«Η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια να αναπαυθεί στις δάφνες της. Το 2004 χρειάζονταν πολλές δομικές αλλαγές. Ωστόσο, άρχισε η πτώση. To έλλειμμα εκτοξεύθηκε και αυτό ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής παροχών που εφάρμοσε η τότε κυβέρνηση. Η ανάπτυξη σταμάτησε και έτσι φτάσαμε στα τρία Μνημόνια».
Τα άνθη του κακού
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, μία από τις βασικές αιτίες της ελληνικής κρίσης ήταν «η συνεχής πτώση της ανταγωνιστικότητας, ο δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών, η κακοδιαχείριση, η απουσία ευελιξίας στην αγορά εργασίας και κυρίως το πελατειακό σύστημα που κυριαρχεί στη δημόσια ζωή».
Ευθύνες όμως έχει και η Κομισιόν: «Ο αρμόδιος επίτροπος απεδέχθη αναντίρρητα τα οικονομικά στοιχεία που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση (σ.σ. του Κώστα Καραμανλή). Δεν διαμαρτυρήθηκε καν το 2009 όταν τα στοιχεία (σ.σ. για το χρέος και το έλλειμμα) του 2008 και 2009 δεν υποβλήθηκαν. Η σιωπή του ήταν πιθανότατα συνειδητή. Δεν ήθελε το έλλειμμα να αποτελέσει πρόβλημα για τη συντηρητική κυβέρνηση, λόγω των επικείμενων τότε εκλογών».
Στη συνέχεια έγινε ακόμη πιο σκληρός απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση: «Το 2010, όταν συμφωνήθηκε το πρώτο Μνημόνιο, η ευρωζώνη δεν ενδιαφερόταν για μια μακροπρόθεσμη λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Αυτό που ήθελε μόνο ήταν να σώσει τις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες που είχαν δώσει δάνεια στην Ελλάδα και όχι να σώσει την Ελλάδα».
Στο στόχαστρό του βρέθηκε και ο Γιώργος Παπανδρέου, στον οποίο το 2004 παρέδωσε το «δαχτυλίδι» του ΠΑΣΟΚ. «Ο κρατικός μηχανισμός δεν ήταν έτοιμος να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση δεν ήθελε να περιστείλει τις δαπάνες στον δημόσιο τομέα. Επανειλημμένως φορολόγησε το εισόδημα των πολιτών και μείωσε τις συντάξεις και τους μισθούς, αλλά όχι τις δημόσιες δαπάνες και τα έξοδα, στο πλαίσιο της πελατειακής της πολιτικής. Φτώχεια και δυστυχία εξαπλώθηκε σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η ραγδαία μείωση του εισοδήματος κινητοποίησε το λαϊκό αίσθημα εναντίον του Μνημονίου. Η κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική βούληση και τη δύναμη να αντέξει την πολιτική πίεση. Εγκατέλειψε τις μεταρρυθμίσεις» είπε αναφερόμενος στα χρόνια του πρώτου Μνημονίου.
Η ελληνική αβεβαιότητα
Ποια είναι γνώμη του Κώστα Σημίτη για τη διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα; Ασφαλώς όχι η καλύτερη. «Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι σε θέση να δανειστεί από τις αγορές. Το δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε στα 318 δισ. ευρώ. Το τρίτο Μνημόνιο εγκαθίδρυσε ένα ειδικό καθεστώς στην Ελλάδα. Ολες οι προσωρινές ρυθμίσεις των προηγούμενων Μνημονίων τώρα θα ισχύουν επ’ αόριστον. Πάρτε ως παράδειγμα τη δημιουργία του Ταμείου που διαχειρίζεται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, έτσι ώστε να μπορούν να πουληθούν στο μέλλον. Αυτό θα ισχύει για άλλα 99 χρόνια. Η Ελλάδα ανήκει τώρα σε μια νέα κατηγορία χωρών, αυτή των οικονομικά καθυστερημένων».
Πότε, αλήθεια, θα τελειώσει η κρίση; «Υπάρχει αβεβαιότητα» απαντά ο πρώην πρωθυπουργός. «Μόνο ένα είναι βέβαιο: η Ελλάδα πρέπει να κάνει τεράστιες προσπάθειες στο άμεσο μέλλον για να σταθεροποιήσει την οικονομία της».
Κλείνοντας την ομιλία του –κατά την οποία δεν έκανε αυτοκριτική για την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης –ο Κώστας Σημίτης είπε ότι «χρειάζεται κοινή δράση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης» και ρεαλιστικές προτάσεις όπως «να επιβληθεί ειδικός ευρωπαϊκός φόρος στα κέρδη των εταιρειών και να υπάρξει κοινή φορολογική πολιτική».
«Ηταν ένα ενδιαφέρον blast from the past» είπε χαμηλόφωνα κάποιος από το κοινό μετά την ομιλία Σημίτη –η κλασική φράση που χρησιμοποιούν οι Βρετανοί για να περιγράψουν ένα γεγονός που τους θυμίζει αναπάντεχα κάτι από το παρελθόν. Συμπτωματικά, το προηγούμενο βράδυ, η βρετανική πρωτεύουσα έζησε ακόμη ένα ελληνικό blast from the past: ο 61χρονος Λευτέρης Πανταζής, ο οποίος μεσουρανούσε τα χρόνια της πρωθυπουργίας Σημίτη, εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία σε κλαμπ στο Βορειοδυτικό Λονδίνο –απόντος, βέβαια, του πρώην πρωθυπουργού.