Σε αδιέξοδο βρίσκεται η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά μεταξύ κυβέρνησης και εκπροσώπων των θεσμών έπειτα από την άκαρπη τηλεδιάσκεψη που έγινε το Σαββατοκύριακο. Οι δυο πλευρές διαπίστωσαν εκ νέου το αγεφύρωτο χάσμα που τους χωρίζει σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις και την επαναφορά συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η ατζέντα περιελάμβανε όλα τα θέματα του νέου Εργασιακού, δηλαδή τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, τις αλλαγές στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, τον συνδικαλιστικό νόμο αλλά και τη διαμεσολάβηση και διαιτησία.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών έθεσαν πολλές διευκρινιστικές ερωτήσεις στην υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου. Ερωτήσεις έθεσε και η ελληνική πλευρά προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τα όρια στα οποία κινούνται οι θεσμοί. Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Εργασίας, «δεν μετατοπίστηκε η στρατηγική μας. Θα συνεχίζουμε να προβάλλουμε τις απόψεις μας έως ότου δούμε ό,τι και οι δανειστές περάσουν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Γιατί έως τώρα δεν το έχουμε δει». Σήμερα οι συναντήσεις θα συνεχιστούν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων.
Στις ομαδικές απολύσεις οι δανειστές εμμένουν στην πλήρη απελευθέρωση. Η ελληνική πλευρά τονίζει ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία αλλαγή στα όρια και το καθεστώς της προέγκρισης. Πιέζουν για την αύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου ορίου ομαδικών απολύσεων στις επιχειρήσεις με 100-300 άτομα στο 10% του μόνιμου προσωπικού (έναντι του 5%), αλλά και στην απεμπλοκή του κράτους από κάθε τέτοια απόφαση. Το υπουργείο Εργασίας έχει ταχθεί ενάντια σε μια τέτοια προοπτική και μέχρι τώρα είχε αρνηθεί να εισέλθει σε κατ’ ουσίαν συζητήσεις με τους θεσμούς σε σχέση με τις ομαδικές απολύσεις, ζητώντας να περιμένουν αμφότεροι τημελλοντική έκδοση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση της ΑΓΕΤ.
ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ. Σήμερα, μετά τις αλλαγές που έχουν γίνει, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες υπερβαίνουν τις 6 σε επιχειρήσεις με 20 έως 150 εργαζομένους και το 5% του προσωπικού και μέχρι 30 απολύσεις σε επιχειρήσεις με πάνω από 150 εργαζομένους. Απολύσεις που ξεπερνούν αυτά τα όρια θεωρούνται ομαδικές και απαγορεύονται, ακόμη κι αν τηρηθούν οι διαδικασίες (προηγούμενη διαβούλευση), εφόσον δεν τις εγκρίνει ο υπουργός Εργασίας.
Επίσης η πλευρά του ΔΝΤ επιμένει στη θέσπιση του λοκάουτ.
Τελος, οι θεσμοί επιμένουνστην αλλαγή του τρόπου λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, ώστε να απαιτείται το 50%+ 1 των μελών του συνδικάτου. Δηλαδή η κήρυξη απεργίας θα προϋποθέτει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης και τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης. Μάλιστα το 50%+1 ζητούν να εφαρμοστεί και στην περίπτωση λήψης απεργιακής κινητοποίησης σε επίπεδο επιχείρησης.