Όλα τα μείζονα θεσμικά ζητήματα, που κατά καιρούς έχουν φέρει τη Δικαιοσύνη στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αναδείχθηκαν στην 32η Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στα γραφεία του ΔΣΑ.

Ωστόσο, από την πλειοψηφία όσων πέρασαν από το βήμα του ομιλητή διαφάνηκε ότι η ενότητα στο χώρο της δικαιοσύνης, δεν είναι αυτονόητη, αλλά παραμένει ζητούμενο.

Ο Πρόεδρος της Ενώσεως Εισαγγελέων Δημήτρης Ασπρογέρακας, με πνεύμα συναίνεσης προσέγγισε τα χρόνια προβλήματα και τις παθογένειες της δικαιοσύνης, χαρακτηρίζοντας «απερίγραπτη» την κατάσταση στα δικαστήρια και απευθυνόμενος στον Υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή και τον Αναπληρωτή Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, τους ζήτησε να “κάνουν αυτοψία για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τί συμβαίνει”.

Ο κ. Ασπρογέρακας υπήρξε συναινετικός ως προς την ίδρυση της νέας Ένωσης Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων, κατέθεσε μία συγκεκριμένη δέσμη προτάσεων για την επιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθώς και σκέψεις για την αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης τασσόμενος υπέρ της λειτουργίας της δικαστικής αστυνομίας, που έχει μείνει μόνο στα χαρτιά.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σταύρος Κοντονής στην πρώτη του ομιλία ενώπιον εισαγγελικών λειτουργών επικέντρωσε στην ανάγκη να σηκώσουν οι εισαγγελείς το βάρος που τους αναλογεί στην αντιπαράθεση, όπως είπε, της κυβέρνησης με τη διαφθορά και τη διαπλοκή.

«Αυτή την περίοδο, τόνισε μεταξύ άλλων ο υπουργός Δικαιοσύνης κορυφώνεται η αντιπαράθεση της κυβέρνησης με το σύστημα της διαπλοκής, της πλουτοκρατίας και της κλεπτοκρατίας που οδήγησαν τη χώρα ως εδώ. Σε σας προσβλέπει η κυβέρνηση αλλά και η κοινωνία για τον αγώνα κατά της διαφθοράς. Εσείς θα τον δώσετε».

«Αυτός ο αγώνας βρίσκεται στην κορύφωσή του, πρόσθεσε ο υπουργός, τα οικονομικά συμφέροντα που οδήγησαν την χώρα σε αυτή την κατάσταση, το ιερό τρίγωνο των τραπεζών, του πολιτικού προσωπικού και όλων εκείνων που ως εκπρόσωποι των μέσων μαζικής ενημέρωσης μας δείχνουν τώρα το πραγματικό τους πρόσωπο. Βλέπουν ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση προθύμων. Ο πρωθυπουργός, δεν συναλλάσσεται δεν εκβιάζεται. Με άθλια δημοσιεύματα νομίζουν ότι θα μας κάμψουν. Καλούμε τους εισαγγελείς να αγωνιστούν κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής που ευθύνεται σε μέγιστο βαθμό για την κατάσταση της χώρας μας».

Από την πλευρά του ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δημήτρης Παπαγγελόπουλος μίλησε ως παλαιός εισαγγελικός λειτουργός και , εξαίροντας το έργο των συναδέλφων τους κάλεσε να συνεχίσουν την απονομή δικαιοσύνης με ουσιαστικά κριτήρια, όπως ανεξαρτησία, επιείκια και ευθυκρισία.

Από την πλευρά της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κυρία Ξένη Δημητρίου αναφέρθηκε στην ανάγκη ριζικών αλλαγών στο δικαστικό μας σύστημα με προοπτική καλώντας τους αρμοδίους που σχεδιάζουν τους νέους Κώδικες να λάβουν μέτρα με ορίζοντα τριακονταετίας.

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου επανήλθε , παρά τις αντιδράσεις που έχουν υπάρξει, στο θέμα της αύξησης των ορίων ηλικίας αν και ο αρμόδιος υπουργός κ. Κοντονής, πριν από δύο ημέρες τοποθετήθηκε δημόσια αρνητικά λέγοντας πως “το σύνταγμα είναι σαφές.

Η πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου έθεσε κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς της ενώπιον των εισαγγελέων θέμα “δυσμενούς διάκρισης” όπως είπε προς τους δικαστές, μιάς και όπως ανέφερε “δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και τραπεζικοί, υπάλληλοι της Βουλής, πρόεδροι ανεξάρτητων αρχών και άλλοι παραμένουν στη θέση τους περισσότερα χρόνια από τους δικαστές”.

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου επικεντρώθηκε επίσης σε θέματα για τα οποία έχει δεχθεί σφοδρές επικρίσεις εντός κι εκτός δικαιοσύνης, όπως η συνάντηση της ηγεσίας της δικαιοσύνης με τον πρωθυπουργό, η άσκηση εκ μέρους της πειθαρχικών αρμοδιοτήτων που τις δόθηκαν με πρόσφατο νόμο και λοιπά, , και επεχείρησε να αποδώσει την ασκούμενη κριτική σε “κακοπιστία”, ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι “πολιτικοί και δημοσιογράφοι διαταράσσουν την ψυχική ηρεμία δικαστικών λειτουργών όταν οι ενέργειές τους δεν τους βρίσκουν σύμφωνους”.

Ο Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Χαράλαμπος Σεβαστίδης ο οποίος μίλησε και εκ μέρους όλων των υπολοίπων δικαστικών ενώσεων απαντώντας ευθέως στα περί παρατάσεως του ορίου ηλικίας των δικαστών – παρά το σύνταγμα- και χαρακτηρίζοντας “ως διασπαστική κίνηση” την ίδρυση της νέας ένωσης ανωτάτων και ανωτέρων δικαστικών λειτουργών για την οποία τόνισε “πώς έχει ημερομηνία λήξης”.

Ο κ. Σεβαστίδης, τόνισε μεταξύ άλλων ότι “δεν θα μπορούσαμε να συναινέσουμε στη διεκδίκηση του αιτήματος για παράταση του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών, όταν το σύνταγμα είναι ρητό και το απαγορεύει και τόνισε “ότι ικανοποιεί το δικαστικό σώμα η αρνητική στο αίτημα αυτό θέση του υπουργού Δικαιοσύνης”.

Στη συνέλευση των εισαγγελέων, παρέστη, και μίλησε και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ο οποίος αναφέρθηκε στις πρόσφατες σφοδρές επικρίσεις που δέχθηκε για χειρισμούς του στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών.

Ο κ.Νίκος Σακελλαρίου, μεταξύ άλλων ανέφερε, “ότι δέχθηκε ” ανήκειες επιθέσεις για την εν λόγω υπόθεση”, και πρόσθεσε πως “δεν έχει εκχωρήσει την αρμοδιότητά του για τη σύγκλιση των διασκέψεων, δεν λαμβάνει εντολές από κανέναν, ούτε είναι υπηρέτης κανενός”, επισημαίνοντας ότι “ο τύπος έχει τις δικές του ευθύνες” ενώ ευθύνες καταλόγισε και στους δικαστές του ΣτΕ κάνοντας μνεία σε “αποφάσεις για τα μνημόνια και για το psi”.

Tο ψήφισμα

Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ), μετά την ολοκλήρωση της 32ης τακτικής γενικής συνέλευση εξέδωσε ψήφισμα στο οποίο υπογραμμίζει, μεταξύ των άλλων, ότι «η άσκηση δημόσιας κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις αλλά και η κάθε απρόσφορη απόπειρα μετατροπής της λειτουργίας της Δικαιοσύνης σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ή χειραγώγησής της, δε βοηθά στην εξυπηρέτηση του πανθομολογούμενου σκοπού της δημιουργίας ενός κράτους δικαίου και καταδεικνύει μία Δημοκρατία που νοσεί».

Ακόμη, στο ψήφισμά τους οι εισαγγελείς διακηρύσσουν «σθεναρά προς τις λοιπές συνταγματικά κατοχυρωμένες εξουσίες πως απόλυτη βούληση του κλάδου, ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης στα πλαίσια της οποίας και μόνο δύναται να τεθεί το θέμα της αύξησης ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών, αλλά και ενόψει της τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ, είναι η κατάθεση σειράς αποκρυσταλλωμένων προτάσεων που αποσκοπούν στην περαιτέρω διασφάλιση της θεσμικής ανεξαρτησίας του κλάδου και πλήρη απαγκίστρωση της δικαστικής εξουσίας από τις λοιπές».

Παράλληλα, προτείνεται προς τις άλλες δικαστικές Ενώσεις η «ίδρυση Ομοσπονδίας δικαστικών Ενώσεων προς αποτελεσματικότερη υποστήριξη και προβολή των κοινών θέσεων και αιτημάτων του δικαστικού κλάδου».

Τέλος, οι εισαγγελείς διαβεβαιώνουν «κατηγορηματικά τους δοκιμαζόμενους από την οικονομική ύφεση Έλληνες πολίτες ότι θεσμική αποστολή αλλά και αταλάντευτη απαίτηση των εισαγγελικών λειτουργών, ως θεματοφυλάκων του Συντάγματος και της νομιμότητας, είναι η πάταξη της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της διαπλοκής και η αυστηρά τιμωρία όσων διαχρονικά την εκκολάπτουν και υποθάλπουν» και προτρέπουν «ισχυρά την πολιτεία και εμπράκτως να επιβεβαιώσει την στρεφόμενη προς την ανωτέρω κατεύθυνση βούλησή της, ενισχύοντας και θωρακίζοντας τον εισαγγελικό κλάδο με κάθε πρόσφορο μέσο προς αυτό το σκοπό αλλά και σεβόμενη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θεσμική αυτοτέλεια και λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των λειτουργών του».