Τη μαύρη Παρασκευή, black Friday, διαδέχτηκε ένα βροχερό Σάββατο (raining Saturday) για να καταλήξουμε σε μια απόλυτα βλακώδη Κυριακή: Βλακ Sunday! Bλακώδη γιατί ακόμη μια αγωνιστική, αυτήν που ακολούθησε δυο Σαββατοκύριακα δίχως πρωτάθλημα, φάνηκε πως οι προσφορές από τα πανέρια του κόσμου στο πρώτο νερό «μπαίνουν» (όπως λέμε μπήκε στο πλύσιμο) και μικραίνουν τις ομάδες.
Οι προσφορές είναι πάντα «δήθεν». Ουδείς επιχειρηματίας έχασε για να κερδίσει η κυρά Λίτσα από τα Σπάτα που πέρασε τη νύχτα της στο αγιάζι του McArthur για ένα κινητό που δεν κινείται πια και ουδείς μάνατζερ έχασε πουλώντας παίκτες – κελεπούρια στην Ελλάδα της αρπαχτής και της ανοησίας. Ερχονται οι δήθεν ακριβοπληρωμένοι με πρόσθετα μέλη, με ψυχολογικά προβλήματα, με πρόσφατο διαπίστευμα πως πέτυχε πλήρως η αρθροπλαστική ισχίου, η ανάταξη στο γόνατο και σερβίρονται ως «τα αστέρια που θα σώσουν την ομάδα».
Και η ομάδα με τη σειρά της σερβίρει τους σακάτηδες σαν γίγαντες στους λακέδες της κι εκείνοι με τη σειρά τους αφιονίζουν τα πλήθη για τον νέο Πελέ που ο «πρόεδρος μας» καταξοδεύτηκε να μας φέρει.
Κι έτσι φθάνουμε στις βλακώδεις Κυριακές όπου ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του με αντίπαλο την Κέρκυρα, την 10η ομάδα της βαθμολογίας, και ο πρόεδρος να εξοργίζεται, να εισβάλει στα αποδυτήρια και να κοιτάζει με ύφος βλοσυρό τους παικταράδες που απέσπασαν ισοπαλία από τη «θρυλική» Γιουνγκ Μπόις και να λέει τα πάντα δίχως να ανοίξει το στόμα του. Οι οπαδοί στις εξέδρες –εκείνοι που δεν είναι στο pay roll –ανοίγουν όμως και στόματα και παλάμες και αποδοκιμάζουν τις «προσφορές» που ξέβαψαν στην πρώτη νεροποντή, τον προπονητή που χάθηκε στην ομίχλη και τους παράγοντες που ετοιμάζουν νέες πωλήσεις. Γιατί έτσι είναι οι παράγοντες στην Ελλάδα: μόλις μια αγορά από τα πανέρια αποδειχτεί «λαχείο» σπεύδουν να το εξαργυρώσουν, όχι πάντα προς όφελος της ομάδας.
Και οι «βλακώδεις Κυριακές» διανθίζονται με κάτι κιτρινόμαυρα ξεσπάσματα, που λες πως ξαφνικά η ΑΕΚ έγινε Ντόρτμουντ, με κάτι επιθανάτιους σπασμούς του Παναθηναϊκού που έχει έναν δύσκολο θάνατο και με κάτι χασμουρητά δυσφορίας και νύστας για την αγωνιστική που άργησε να ‘ρθει και κανείς δεν κατάλαβε γιατί ήρθε.