Οταν καταβεβλημένος από τη διαπραγματευτική ολονυκτία (στο παγωμένο Μον Πελεράν) ο Νίκος Αναστασιάδης ψέλλιζε στον κατοχικό ηγέτη των Τουρκοκυπρίων εκείνο το δραματικό «ρε Μουσταφά, σκέφτου τα παιδκιά τζιαι τ’ αγγόνια μας», δεν έπαιζε θέατρο. Κλασικός χαζοπαππούς, είμαι βέβαιος ότι μπροστά του είχε την εικόνα των μικρών εγγονών του, που εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν αμέριμνα στη Λεμεσό. Και τα προσωπάκια τους ανακλούσαν το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας, που η προσωπική του πολιτική μοίρα προσδιόρισε να σηκώσει. Γιατί προκειμένου περί Κύπρου, ο θώκος γέμει καρφιά. Και η νομή της εξουσίας, στέφανος εξ ακανθών. Αυτό το βιώνει στο έπακρο σήμερα ο (καθόλου εξ απαλών ονύχων) πρόεδρος. Του οποίου η διαδρομή άρχισε από ένα χωριό της Λεμεσού. Και που περνώντας από σαράντα κύματα, κατέληξε στο προεδρικό μέγαρο της Λευκωσίας. Οχι με οικογενειακή πολιτική προικοδότηση αλλά με τον προσωπικό του οπλισμό. Κάποιες ικανότητες δηλαδή, που δοκιμαζόμενες στο καμίνι τού (εν πολλοίς ανθρωποφάγου) πολιτικού ανταγωνισμού, τον ανέδειξαν. Για να είναι σήμερα ο έβδομος ένοικος του αποικιακής κοπής προεδρικού μεγάρου. Χωρίς να είναι κανένας βέβαιος αν θα υπάρξει (και υπό ποιες συνθήκες) όγδοος. Είτε λόγω λύσης. Είτε διχοτόμησης. Με απευκταία συνακόλουθα.
Κι αυτά είναι ακριβώς που φιλοδοξεί να προλάβει. Με την κατανοητώς εμμονική φιλοδοξία του να καταγραφεί στην Ιστορία ως «ο πρόεδρος της λύσης». Φιλοδοξία που του καλλιεργήθηκε από τον πολιτικό του μέντορα Γλαύκο Κληρίδη. Κληρονομώντας πρωτίστως από τον ίδιο τον έως και παρεξηγημένο πραγματισμό. Ακρατο δηλαδή ρεαλισμό, ανεξαρτήτως κόστους. Ο νυν πρόεδρος δεν πήρε μόνο την κομματική και ιδεολογική σκυτάλη από τον Κληρίδη αλλά κυρίως κάποια θεμελιώδη μαθήματα και συμπεριφορές, που σε αρκετό βαθμό τον έχουν διαμορφώσει. Ασχέτως αν οι πολιτικές αφετηρίες του επισημαίνονται αλλού. Γιατί όσο και αν φανεί περίεργο, η απαρχή του βρίσκεται στη νεολαία της παπανδρεϊκής Ενώσεως Κέντρου. Της οποίας υπήρξε στέλεχος. Περίεργο, με την έννοια ότι επιστρέφοντας οίκαδε, βρέθηκε ιδρυτικό στέλεχος στη νεολαία της καθαρόαιμης συναγερμικής Δεξιάς. Για να γίνει σύντομα πρόεδρός της. Οπότε και αρχίζει για τον ίδιο η μεγάλη περιπέτεια. Με υφέρπουσες φιλοδοξίες. Που και αν αυτός ήθελε, αυτές δεν κρύβονταν.
Εν ολίγοις, από πρόεδρος της νεολαίας, αντιπρόεδρος και τελικά πρόεδρος. Διαδρομή που ό,τι και να συμβεί, προϋποθέτει προσόντα και δεξιότητες. Κάποια «συν» που υπερτερούν των «πλην». Οπως το ταλέντο του καλού ισορροπιστή. Και της επιλεκτικής ευελιξίας. Το ενδεικτικότερο: ενώ συντάχθηκε «ψυχή τε και σώματι» με το Ναι στο σχέδιο Ανάν (που βαραθρώθηκε ακόμη και με την ψήφο μεγάλου μέρους του δικού του κόμματος), στη συνέχεια και το κόμμα απέφυγε τη διάσπαση και ο ίδιος έμεινε στο πηδάλιο για να διαχειρισθεί το Οχι! Κι αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι διεξήλθε «χορταστικά» τον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι.
Το κλασικό «ουδείς τέλειος» είναι πάντοτε η ευχερής καταφυγή των κρινόντων, ως προεισαγωγή της άλλης εκδοχής, των υπό κρίση. Και άλλωστε κάθε νόμισμα έχει πάντοτε δύο όψεις.
Η άλλη λοιπόν όψη του Νίκου (Νίκαρου για τους πολύ φίλους του) Αναστασιάδη δεν είναι δα και «προς απελπισίαν». Πείσμων. Εντάξει. Μπορεί εύκολα μάλιστα να προστεθεί και στα συν. Αλλά ενίοτε και εκρηκτικός. Οπότε και όχι σπανίως «βγαίνει από τα ρούχα του». Αλλωστε, είναι γνωστή «καθ’ άπασαν την επικράτειαν» η ιστορία με τα «ιπτάμενα τασάκια». Που αφορά τη βολή Αναστασιάδη ως προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού κατά της κεφαλής στελέχους που τον εξενεύρισε. Το ευτύχημα είναι ότι ο πρόεδρος δεν διεκρίθη για την ευθυβολία του. Αλλά το γεγονός αποτελεί έκτοτε μέρος της πολιτικής προσωπογραφίας του.
Η μεγαλύτερη και διαπιστωμένη αδυναμία του είναι η οικογένεια και ειδικότερα τα εγγόνια που του χάρισαν οι θυγατέρες του. Για τα οποία και εγκαταλείπει συχνά τη Λευκωσία για τη Λεμεσό. Στην οποία και «αναγιώθηκε», υπό τη βαρύτατη σκιά του μυστακοφόρου αστυνόμου πατρός του. Που δεν σήκωνε ζαβολιές. Και τη βαριά παλάμη του οποίου επωδύνως αισθάνθηκε στις παρειές.
Προσωποπαγείς αδυναμίες που του «σούρνουν» κατά καιρούς: τα μεσημεριανά «ποτάκια». Και η καθημερινή σιέστα. Που αν τη στερηθεί, αποδιοργανώνεται. Κάτι εξάλλου που και ο ίδιος δημοσίως εξομολογείται. Αυτά βεβαίως περιθωριακά. Ως ενδεικτικά της ανθρώπινης πλευράς αυτού που έτυχε να βρεθεί όχι απλώς πρόεδρος μιας χώρας αλλά κρίσιμος διαχειριστής της ιστορικής μοίρας ενός λαού. Και του οποίου υπευθυνότητα και ικανότητα θα δοκιμασθούν στο έπακρο. Με τις συνέπειες τυχόν αποτυχίας να εισπράττονται ως εθνική καταστροφή. Ιστορικά λοιπόν θα κριθεί «εκ του αποτελέσματος». Και το ξέρει. Οπως και ξέρει ότι το πρόβλημα τον ξεπερνά. Γιατί απέναντί του δεν έχει απλώς το περιορισμένο αφήγημα της ιθαγενούς «εθνικής ετερότητας» (τους Τουρκοκύπριους δηλαδή), αλλά το άλλο και εκτεταμένο αφήγημα με φαιούς λύκους και βουλιμικά σύνδρομα. Οπου και ο ρεαλισμός σηκώνει τα χέρια. Ο Νίκος Αναστασιάδης δεν τα σήκωσε μεν, αλλά δοκίμασε αυτό που του έλεγαν κάποιοι «τέως» εκ πείρας: Μην ενθουσιάζεσαι με τα μειδιάματα. Να τα φοβάσαι.
Αυτό το κατάλαβε καλύτερα όταν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είδε τον «καλοπροαίρετο και φίλο» Μουσταφά Ακιντζί να μεταμορφώνεται σε αδυσώπητο διακομιστή τελεσιγράφων. Εκείνο το «Νίκο, καληνύκτα σου», ήταν η ανώμαλη προσγείωση. Καθώς επιβεβαιώθηκε η μομφή που από κάποιους του προσαπτόταν. Οτι, δηλαδή, αντιμετωπίζει ένα καθαυτό ιστορικό πρόβλημα με νομικιστική αντίληψη. Γι’ αυτό και του καταλογίζεται μέχρις ενός σημείου αφέλεια. Παρά την οξύνοια που αποτελεί μέρος του οπλισμού του.
Υπήρξε δηλαδή έως και «εύπιστος». Οπόταν και επί κενού.