Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, ίσως και λίγο παραπάνω, είχα αποφασίσει να πάω στην Κούβα. Δεν με έστελνε η εφημερίδα ούτε ήθελα να μαζέψω ζάχαρη: θα πήγαινα για να δω. Να δω από κοντά τη χώρα που ήταν αντικείμενο λατρείας και μίσους –πάντως όχι αδιαφορίας. Εκείνες τις ημέρες, ένας καλός φίλος που πηγαινοερχόταν στη Λατινική Αμερική είχε καταφέρει να «βγάλει» από την Κούβα μια κοπέλα, ούτε θυμάμαι με ποιον τρόπο, και να τη φέρει στην Ελλάδα. Ενα βράδυ ήρθαν μαζί στο σπίτι. Πιάσαμε την κουβέντα, της είπα τα σχέδιά μου, ήμουν φυσικά κι εγώ αρνητικός απέναντι στον Κάστρο, ήθελα να γνωρίσω όμως τη χρυσή νεολαία αυτής της χώρας, που αντιμετώπιζε τη φτώχεια της με χορούς και τραγούδια. Με κοίταξε με θλίψη. «Πήγαινε», μου είπε, «αλλά δεν θα δεις τίποτα. Δεν θα σου μιλήσει κανένας. Ολοι φοβούνται. Ολοι και όλα παρακολουθούνται. Πλαστή εικόνα θα σχηματίσεις. Και θα δώσεις τα ωραία σου δολάρια στο καθεστώς. Αλλά πήγαινε».
Δεν πήγα. Οχι επειδή εκείνο το βράδυ έμαθα κάτι περισσότερο για τον Κάστρο, ήξερα καλά ότι ήταν ένας δικτάτορας, χαρισματικός, παθιασμένος, έντιμος, αλλά δικτάτορας, που είχε απελευθερώσει τη χώρα του από ένα εγκληματικό καθεστώς, είχε βοηθήσει την Ανγκόλα να αποκρούσει τους νοτιοαφρικανούς εισβολείς, αλλά δεν εμπιστευόταν τον λαό του και δεν δίσταζε να συντρίψει οποιονδήποτε αμφισβητούσε το όραμά του. Δεν πήγα γιατί δεν με άφησαν τα θλιμμένα μάτια της νεαρής αυτοεξόριστης.
Γι’ αυτό και δεν με ενδιαφέρει η οπαδικού τύπου αντιπαράθεση που ξέσπασε ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούν τον μακαρίτη παγκόσμιο σύμβολο και σ’ εκείνους που τον εξισώνουν με τον Πολ Ποτ. Οταν ο Πρωθυπουργός μας θα σκουπίζει σήμερα τα δάκρυά του στην Αβάνα μαζί με τον Μαδούρο και τον Ορτέγκα, εγώ θα ψάχνω τα τελευταία τουίτ μιας γενναίας μπλόγκερ. Λέγεται Γιοάνι Σάντσες και γράφει για τη σιωπή, για τον φόβο των ηλικιωμένων και την αδιαφορία των νέων, για την αδυναμία ενός έθνους που έχει ζήσει τόσα πένθη να ντυθεί σήμερα με τα χρώματα της χηρείας. Η Γιοάνι που έμεινε, όπως κι εκείνη η κοπέλα που έφυγε, ξέρουν καλύτερα απ’ όλους μας.