Υπάρχει μια ισχυρή σχολή σκέψης στην Αθήνα για τα μείζονος σημασίας θέματα εξωτερικής πολιτικής (αυτά και μόνο που έχουν βαπτισθεί «εθνικά θέματα» λες και όλα τα άλλα, παιδεία, οικονομία, περιβάλλον, υγεία είναι λιγότερο εθνικά), η οποία ουσιαστικά πρεσβεύει και εισηγείται να μην υπάρξει καμιά λύση ούτε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (θέματα Αιγαίου κ.λπ.) ούτε στο κυπριακό πρόβλημα κ.λπ. Η σχολή αυτή συγκροτείται κυρίως από ορισμένους πρώην παραδοσιακούς διπλωμάτες των μεγάλων και ωραίων λόγων, ορισμένους ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους ενός εσώκλειστου εθνικισμού και κάποιους άλλους. Το βασικό επιχείρημα της σχολής αυτής είναι ότι η οποιαδήποτε λύση θα είναι ζημιογόνος για τα εθνικά συμφέροντα και, καθώς «ο χρόνος εργάζεται υπέρ ημών», η οποιαδήποτε μελλοντική λύση θα είναι καλύτερη. Η σχολή αυτή –«σχολή της αδράνειας» –πιστεύει ότι η Τουρκία αποδυναμώνεται και τελικά ίσως και διαλυθεί με την πάροδο του χρόνου και επομένως θα ανατείλουν καλύτερες ημέρες με καλύτερες συνθήκες για την επιβολή των ελληνικών απόψεων και μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων. Πρόκειται επιεικώς για φενάκη. Για ευσεβείς πόθους που όμως έχουν ζημιογόνες συνέπειες και κόστος για την Ελλάδα.
Πρώτον, γιατί ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών. Εργάζεται υπέρ της Τουρκίας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Πληθυσμιακά, οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά η Τουρκία καθίσταται ισχυρότερη, η Ελλάδα ασθενέστερη. Παρά τα πολλαπλά προβλήματά της (εσωτερικά, πολιτικά, εξωτερικά κ.λπ.), η Τουρκία –μέλος της Ομάδας των είκοσι περισσότερο αναπτυγμένων κρατών της υφηλίου (G20) –αποκτά μεγαλύτερη σημασία για το περιφερειακό και διεθνές σύστημα και επομένως έχει μεγαλύτερες δυνατότητες για την άσκηση επιρροής.
Δεύτερον, όσο περνά ο χρόνος η Τουρκία διευρύνει την ατζέντα των διαφορών και απαιτήσεών της από την Ελλάδα. Τη δεκαετία του 1970 το μόνο θέμα στην ατζέντα ήταν αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Σήμερα η ατζέντα περιλαμβάνει γύρω στα είκοσι διαφορετικά θέματα ή υποθέματα, που εν πολλοίς τα έχει θέσει η Τουρκία είτε ως «μέσα διαπραγμάτευσης» είτε ως αξιώσεις αλλά πάντως εις βάρος της Ελλάδας. Τρίτον, το οικονομικό κόστος της «μη επίλυσης» των προβλημάτων είναι τεράστιο. Οπως παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ύψος «εκπαιδευτικών δαπανών» και το υψηλότερο στρατιωτικών από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επομένως, η εθνικιστική «σχολή της αδράνειας» μάλλον δεν δικαιώνεται στις θέσεις και στην επιχειρηματολογία της. Ελληνοτουρκικά (την κατάλληλη στιγμή) και Κυπριακό (τώρα) θα πρέπει να επιλυθούν. Ειδικά για το Κυπριακό που έχει φθάσει τόσο κοντά η επίλυσή του, οι ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς στη Λευκωσία μπορούν και πρέπει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ολοκληρώσουν τη διαδικασία της λύσης προς όφελος όλων των πολιτών. Ενώ η Αθήνα οφείλει να σεβαστεί την αρχή ότι «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα στηρίζει» τις υπεύθυνες αποφάσεις. Μαξιμαλιστικά ιδεοληπτικές θέσεις ή παρεμβάσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα και στη μη επίλυση θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Διαφορετικά η επόμενη ημέρα θα είναι οδυνηρή.