Ο Φιντέλ Κάστρο άφησε την τελευταία του πνοή στα 90 του χρόνια, έχοντας προαναγγείλει τον θάνατό του από τον περασμένο Απρίλιο. Πέθανε ακριβώς δέκα χρόνια μετά το τέλος της εποχής του κι αφού ξόδεψε 638 ζωές –τόσες ήταν οι φορές που υποτίθεται ότι είχαν προσπαθήσει να τον σκοτώσουν οι αμερικανοί πράκτορες.

Αν, πάλι, πιστέψει κανείς τον αμερικανό δημοσιογράφο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, ο Lider Maximo ήταν προφήτης και άλλων θανάτων: το 2010, δηλαδή τέσσερα χρόνια αφότου έδωσε τη σκυτάλη της εξουσίας στον αδελφό του, του είχε περιγράψει το τέλος του κουβανικού μοντέλου –«δεν λειτουργεί ούτε για τους Κουβανούς» φέρεται να του είπε. Αν όμως πιστέψει την κόρη του Αλίνα, ο Φιντέλ «είχε ανακαλύψει και πάλι τον Ιησού». Δεν θα μάθουμε ποτέ εάν ο θάνατος βρήκε τον Κάστρο με ένα ροζάριο στο χέρι. Το βέβαιο είναι ότι τον βρήκε σε μια διαφορετική Κούβα. Σε αυτήν τη νέα Κούβα έδωσε –έστω και διά της σιωπής του –την ευλογία του. Κι αν πιστεύοντας ξανά στον Ιησού πίστεψε και στη μετά θάνατον ζωή, τότε αυτή την νέα Κούβα θα παρακολουθεί από το Κοιμητήριο Σαντιάγο ντε Κούμπα, όπου θα ενταφιαστεί η τέφρα του στις 4 Δεκεμβρίου.

Ο επαναστατικός δρόμος

Η Κούβα αποχαιρετά με εννέα ημέρες πένθους και μαζικές εκδηλώσεις τον άνθρωπο που την απάλλαξε από τη δικτατορία του Μπατίστα. Από τις δηλώσεις και τα συλλυπητήρια των ξένων ηγετών μπορεί να αντιληφθεί κανείς ως τι τον αποχαιρετά ο υπόλοιπος κόσμος: ως κάποιον που «θα κρίνει η Ιστορία», όπως είπε ο Μπαράκ Ομπάμα, ή ως έναν «βάναυσο δικτάτορα», όπως είπε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ως τον «Κομαντάντε», που αποχαιρέτησε ο Αλέξης Τσίπρας, μέχρι την τελειωτική νίκη ή ως τον «άνθρωπο που απέδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς πολιτική και οικονομική ελευθερία», όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Φιντέλ Κάστρο δεν ήταν ακριβώς αταξινόμητος. Η απόφασή του να μπει στο ρουθούνι της Ουάσιγκτον ήταν ευθέως ανάλογη με τη διάθεσή του να παίξει το παιχνίδι της Μόσχας. Είναι πολλοί και διαφορετικοί οι τρόποι για να τον θυμάται κανείς. Ως ένδοξο επαναστάτη, ναι. Αλλά και ως έναν ηγέτη που στέρησε βασικές ελευθερίες από τον λαό του.

Μάλλον έτσι συμβαίνει με τους εν ζωή μύθους. Και ο Κάστρο ήταν ένας τέτοιος. Και με όλες τις αντιφάσεις του. Γενναιόδωρος και μεγάθυμος, σύμφωνα με έναν βιογράφο του, που μπορούσε όμως να γίνει εκδικητικός και ανελέητος. Οποιος και να ήταν, ο πραγματικός Φιντέλ Κάστρο γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1926 στο χωριό Μπιράν. Ο πατέρας του ήταν μετανάστης ισπανικής καταγωγής, η μητέρα του υπηρέτρια. Είχε πάντως την οικονομική άνεση για να φοιτήσει σε ένα από τα καλύτερα σχολεία του Σαντιάγο κι έπειτα να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αβάνα –πρώτα σε ένα φημισμένο θρησκευτικό κολέγιο κι έπειτα στη νομική σχολή. Με όπλο τη νομική θα επιχειρήσει για πρώτη φορά να διεμβολίσει το καθεστώς Μπατίστα. Αλλά στο δικαστήριο χάνει, όπως θα χάσει και ως επικεφαλής εισβολής σε ένα στρατόπεδο.

Θα μείνει στη φυλακή πολύ λιγότερο από τα δεκαπέντε χρόνια στα οποία τον καταδικάζουν χάρη σε μια γενική αμνηστία. Ο δρόμος που του απομένει είναι η εξορία, πρώτα στο Μεξικό κι έπειτα στις ΗΠΑ. Στην Κούβα θα επιστρέψει ως –τι άλλο; –επαναστάτης. Και τρία χρόνια μετά η Κούβα θα πάψει πια να είναι «το μπορντέλο της Αμερικής». Για να γίνει τι; Μια χώρα που, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, ασκεί τεράστια γοητεία στη δυτική διανόηση. «Ο Φιντέλ Κάστρο αντέστρεψε τις έννοιες του πιθανού και του απίθανου. Είναι ένα είδος θαύματος» θα γράψει το καλοκαίρι του 1960 η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ενώ ο Ζαν Πολ Σαρτρ θα εκφράσει τον δικό του ενθουσιασμό με 16 υμνητικά κείμενα υπό τον γενικό τίτλο «Τυφώνας στη ζάχαρη».

Aναμέτρηση με την Ιστορία

Ο «τυφώνας» ήταν πια ένας σταρ. Μέχρι ο Τσε Γκεβάρα να εγκαταλείψει την Αβάνα για τις ζούγκλες της Βολιβίας, η εικόνα του δεν θα έχει ξεθωριάσει. Είχε προηγηθεί, το 1962, η κρίση των πυραύλων. Και θα ακολουθούσε, το 1968, η υποστήριξή του στην καταστολή της Ανοιξης της Πράγας από τη Σοβιετική Ενωση. Στο μεταξύ, η Κούβα θα υπέφερε από το αμερικανικό εμπάργκο. Αλλά και από τις διώξεις κατά των ομοφυλοφίλων και των αντιφρονούντων. Τι είχε να επιδείξει κάτω από τον ήλιο της Καραϊβικής; Υποδομές υγείας και υψηλά ποσοστά αλφαβητισμού. Ισως και να μην ήταν λίγα. Αλλά πάντως δεν αποδείχθηκαν αρκετά για να χτιστεί ο παράδεισος που θα έκανε το «μπορντέλο» να μοιάζει με μακρινή ανάμνηση –αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι η Κούβα έγινε προορισμός φτηνού σεξοτουρισμού, μάλλον το αντίθετο συνέβη.

Κάποια στιγμή η Ιστορία θα καταλήξει εάν ο Lider Maximο ήταν περισσότερο αντιφατικός παρά αμφιλεγόμενος, ένας ορκισμένος ιδεολόγος ή άλλος ένας τύραννος. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο να μη συγκρουστεί κανείς μαζί του για κάποιον λόγο. «Αγαπημένε Φιντέλ, μας άφησες» έγραψε στο δικό του μήνυμα ο Μίκης Θεοδωράκης. «Και είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ μαζί σου».