Τον Μάρτιο του 2015, όταν ο Γιάννης Μηλιός προέβαινε στο μαρτυρικό διάβημα της παραίτησής του από το τμήμα οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, οι πιο κακόβουλοι υποψιάστηκαν ότι το έκανε επειδή δεν είχε γίνει υπουργός. Η ζωή έδειξε ότι η καχυποψία τους ήταν άδικη. Ο Μηλιός δεν εζήλωσε υπουργιλίκι. Αποδείχτηκε πολύ πιο ολιγαρκής. Αρκέστηκε σε μια ταπεινή θέση σε δημόσιο οργανισμό.
Εντάξει, η θέση του προέδρου του Φεστιβάλ Αθηνών δεν είναι ακριβώς ταπεινή. Μπορεί να υστερεί σε πολιτική βαρύτητα, αλλά έχει αίγλη. Και έχει επιπλέον υπερμνημονιακό χαρακτήρα. Δίνει δηλαδή στον Μηλιό το άλλοθι ότι δεν συμβιβάζεται πολιτικά με μια κυβέρνηση που ο ίδιος έχει καταγγείλει ως ηττημένη.
Οι φεστιβαλικές φροντίδες είναι άσχετες με τις επιταγές που θα του προκαλούσαν συνειδησιακό πρόβλημα. Ο ίδιος το πήγε κι ένα βήμα παραπέρα. Ο πολιτισμός δεν είναι απλώς άσχετος με την πολιτική. Είναι και χρήσιμος ως «πνευματικό αντίβαρο για τις δυσκολίες που περνούν οι λαοί». Κάτι σαν εργαλείο μαζικής ανακούφισης. Σαν αντιμνημονιακή σόδα για τη μνημονιακή δυσπεψία.
Εχοντας κολλήσει πολλά ένσημα στο συριζαϊκό εργαστήριο που ετοίμαζε την «αυταπάτη», ο Μηλιός δεν μπορεί παρά να ένιωσε τραυματισμένος από τον κομήτη Βαρουφάκη. Δεν έφταιξε μόνο ότι ο αεροπειρατής στο κόμμα σάρωσε σταυρούς και αξιώματα. Εφταιξε και ότι, ως ιησουίτης της μαρξιστικής ορθοδοξίας, ο κομματικός γραφειοκράτης ήταν στον αντίποδα της βαρουφακικής φαντασμαγορίας.
Δυο χρόνια πένθους όμως ήταν αρκετά. Το δηλητήριο –που είχε συσσωρεύσει ο Μηλιός, επειδή το κόμμα του δεν ακολούθησε τη γραμμή «Κούγκι» –ξοδεύτηκε στα αντικυβερνητικά του σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα.
Ετσι παρουσιασμένη, η πορεία του μοιάζει με κλασική περίπτωση κομματικού επαναπατρισμού. Μοιάζει, αλλά δεν είναι. Ο Μηλιός, λένε οι γνωρίζοντες, δεν θα νιώθει μόνος στο Φεστιβάλ. Πάει να συναντήσει εκεί τον καλλιτεχνικό διευθυντή Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, που είναι φίλος και εξ αγχιστείας συγγενής του. Πάει να βοηθήσει για να λυθούν, επιτέλους, τα χέρια του θεατρικού εγκεφάλου, που ήταν βραχυκυκλωμένα από τους διορισμένους της προηγούμενης διοίκησης –επίσης συριζαίους, αλλά όχι αρκετά «ψημένους» στο «όραμα» του Θεοδωρόπουλου.
Ο ίδιος ο φεστιβαλάρχης αποτάσσεται τώρα την κομματική του ταυτότητα. Ομως, η «αποκατάστασή» του δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο συριζοπρεπής. Περισσότερο ταιριαστή με τον νόμο των κουμπαρικών, ξαδερφικών και συντροφικών δεσμών που ορίζει το κράτος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Το λέγανε για τη Ρωσία, αλλά ο Μηλιός, για ενάμιση χρόνο αιρετικός και τώρα διοριζόμενος, θυμίζει ότι ισχύει κατεξοχήν και για μας: σε δύο χρόνια στην Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν τα πάντα. Αλλά σε διακόσια χρόνια δεν αλλάζει τίποτε.