Είναι λίγο σαν τον μαθητή που ονειρεύεται ότι θα καεί το σχολείο. Κάπως έτσι ερμηνεύεται η παραπολιτική διάθεση με την οποία περιγράφει η κυβέρνηση τους δανειστές. Τους χωρίζει διαρκώς σε καλούς, κακούς και άσχημους, θεωρώντας ότι μπορεί να τους χειριστεί διαιρετικά και ελπίζοντας στη μεταξύ τους σύγκρουση. Μόνο που η πραγματικότητα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους προεφηβικών φαντασιώσεων.

Οπως φάνηκε και από την επίσκεψη Μοσκοβισί στην Αθήνα –με δεδομένη και την πιο «πολιτική» διάθεση της Κομισιόν –οι δανειστές μπορεί να έχουν αποκλίνουσες οπτικές γωνίες, συγκλίνουν όμως στα βασικά. Ενα από αυτά είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει και να μη χρονίσει. Ενα άλλο είναι ότι η ομαλοποίηση –δηλαδή η επιστροφή στις αγορές –περνάει από την αξιοπιστία στα δημοσιονομικά. Αν μια χώρα έχει χάσει το τεκμήριο της σοβαρότητας, η αξιοπιστία διασφαλίζεται από αυστηρούς στόχους –εξού και η εμμονή στο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα. Διαφορετικά καλείται να παίξει ρόλο εγγυητή το ΔΝΤ. Η Αθήνα αρέσκεται να εμφανίζει το Ταμείο ως τον κακό της υπόθεσης –αλλά η άποψη του Ταμείου για το χρέος είναι καλή για τα ελληνικά συμφέροντα. Κάπου εκεί αρχίζει να φαίνεται το αδιέξοδο των κυβερνητικών τακτικισμών στη διαπραγμάτευση και το κενό που προκαλεί η έλλειψη πολιτικής η οποία γίνεται διαρκές παραπολιτικό.

Το πράγμα είναι απλό. Είτε η κυβέρνηση θα προχωρήσει μπροστά –με πρώτο βήμα την αξιολόγηση. Είτε η αδράνεια θα προκαλεί αβεβαιότητα, η οποία θα εκφράζεται με προβολή του προγράμματος στο 2020 και παραπέρα. Σε απλά ελληνικά, με τέταρτο Μνημόνιο που θα εμφανιστεί αρχικά ως μεσοπρόθεσμο. Ουδείς εκ των δανειστών το θέλει, αλλά ουδείς μπορεί και να το αποκλείσει. Οσο για το ΔΝΤ, η παρουσία του αποτελεί θεσμική έκφραση του αναξιόχρεου της χώρας.

Συμπέρασμα; Η κυβέρνηση κινείται γρήγορα και χτίζει αξιοπιστία –κάτι που μπορεί ίσως να μικρύνει και την απαίτηση του πλεονάσματος. Ή αποφασίζει ότι δεν μπορεί να πάει άλλο και κάνει εκλογές. Με τις κάλπες δεν απειλεί ούτε τους ξένους ούτε τους Ελληνες αλλά τον εαυτό της.