Οσους λόγους έχει κανείς για να αποκαρδιώνεται με όσα παρατηρεί καθημερινώς γύρω του τόσους και περισσότερους έχει συχνά για να αισιοδοξεί. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να συμπεραίνεις λάθος γιατί οι εικόνες που σε κάνουν άλλοτε να πικραίνεσαι και άλλοτε να ελπίζεις, έχουν ενδεχομένως έναν συμπτωματικό χαρακτήρα. Πάντα όμως ακόμα και το τυχαίο δεν εκφράζει κάτι που υπάρχει και που αποκαλύπτει ένα απροσμέτρητο βάθος; Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια εικόνα ή, ακόμα περισσότερο, για ένα γεγονός που φτάνει να το προσέξεις μία φορά ώστε να σου γίνει έμμονη ιδέα το να ζητάς την επιβεβαίωσή του, σαν ένα είδος στοιχήματος που έχεις βάλει με τον εαυτό σου. Ετσι ώστε ό,τι και αν διαβάζεις, ό,τι και αν ακούς να λένε σχολιαστές, αναλυτές, φιλόσοφοι και μελλοντολόγοι, να αισθάνεσαι τη ζωή να παραμένει μεγαλειώδης και καλά κρυμμένη στη βαθύτερη ουσία της.
Βραδάκι, γύρω στις 7.30 και το απορριμματοφόρο του δήμου, ανεβαίνοντας τη Χαριλάου Τρικούπη, στα Εξάρχεια, κάνει ό,τι μπορεί, χάρη στον ευσυνείδητο οδηγό του, παρά τις συχνές στάσεις, τουλάχιστον η μία λωρίδα του οδοστρώματος να μένει ελεύθερη για τα ΙΧ και τα ταξί, που συμβαίνει να ακολουθούν. Μια ευσυνειδησία τόσο πιο πολύτιμη αφού τον άνθρωπο που τη χαρακτηρίζει δεν πρόκειται ούτε να τον αμείψουν καλύτερα ούτε να τον επαινέσουν γι’ αυτήν.
Κάτι που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό, παύοντας να μιλάει πλέον κανείς για ευσυνειδησία, αλλά να κάνει μνεία για ένα είδος κυριολεκτικής υπέρβασης, φτάνει να έχει προσέξει κάτι: τη συμπεριφορά των δύο ανδρών που σε κάθε στάση ενσωματώνουν για μερικά λεπτά τον κάδο στο πίσω μέρος του απορριμματοφόρου ώστε, κενό πια, να τον επαναφέρουν στη θέση του. Με το απορριμματοφόρο να μένει ακινητοποιημένο για ελάχιστα ακόμη λεπτά, προκειμένου οι δύο άντρες να περισυλλέξουν με τα χέρια πια όσες σακούλες έχουν πέσει από μόνες τους από τον ξεχειλισμένο κάδο, ή έχουν στοιβαχτεί κακήν κακώς από τους «λεπτεπίλεπτους» περιοίκους γύρω από τον κάδο ή πάνω στο πεζοδρόμιο. Με περισσή μάλιστα φροντίδα, που η περίσταση θα δικαιολογούσε να χαρακτηριστεί η κίνησή τους ως τρυφερότητα, οι δύο υπάλληλοι του δήμου μαζεύουν τις σακούλες προσπαθώντας, καθώς χάσκουν ανοιχτές, μη και χυθεί στον δρόμο κάτι από το περιεχόμενό τους, ώστε να τις ρίξουν κι αυτές στην καρότσα του απορριμματοφόρου.
Μένεις άναυδος εκεί στη μέση του δρόμου, μην πιστεύοντας στα μάτια σου, να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που συμπεριφέρονται σχεδόν θωπευτικά σε κάτι που ένας άλλος άνθρωπος μία ή λίγες ώρες πριν το πέταξε με σιχασιά, αν και το είχε χρησιμοποιήσει σε μια πρωτογενή μορφή. Αν δεν είναι μια ανώτατη μορφή αξιοπρέπειας το να μεταχειρίζεσαι το περιφρονητέο και το απορριπτέο, ακόμη και το αηδιαστικό, σε σχέση με τη μορφή που αντιπροσώπευε πριν καταλήξει ως τέτοιο, τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση η ανθρωπότητα να κλιμακώσει με τέτοιο τρόπο τις αξίες της ώστε οι υπάλληλοι καθαριότητας του δήμου να προκαλούν αυθορμήτως τον ίδιο σεβασμό με τον καθηγητή του πανεπιστημίου, τον υπουργό Πολιτισμού, ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.