Μια πρόσφατη φράση του υπουργού Οικονομικών –«Η ελληνική πλευρά έχει εφαρμόσει κατά γράμμα το Μνημόνιο έχοντας νομοθετήσει και πράγματα που τα θεωρούσε παράλογα» –αναδεικνύει πλήρως το πολιτικό και, ας μου επιτραπεί η λέξη, υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει η κυβέρνηση. Δύσκολα βρίσκει κανείς, και οι ευκαιρίες κάθε άλλο παρά έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, φράση που να περικλείει τόσες αναλήθειες και να αποκαλύπτει τόσες αστοχίες.

Η ρητή αναλήθεια έχει φυσικά να κάνει με την «κατά γράμμα» τήρηση του Μνημονίου, όταν η κυβέρνηση δεν έχει πάψει να το εφαρμόζει υπονομεύοντάς το. Φραστικά κυρίως, με αναρίθμητες δηλώσεις σαν κι αυτή, μέσω των οποίων επιχειρεί να παρουσιαστεί ως «αριστερή» (όπου η «αριστεροσύνη» νοείται ως η –φραστική πάντα –αποστροφή προς καθετί το «μνημονιακό»), «αγωνιστική» (τι να κάνουμε, αναγκαζόμαστε να υποταγούμε, αλλά τουλάχιστον δίνουμε τη μάχη) και διαφορετική από τις προηγούμενες (τι κι αν ασκούμε την ίδια πολιτική, εμείς τουλάχιστον την καταδικάζουμε κι επιπλέον λέμε ότι δεν μας αρέσει). Αλλά το υπονομεύει και στην πράξη αφού, εξαιτίας και αυτής της αμφισημίας, έχει απολέσει κάθε αξιοπιστία στα μάτια των διεθνών εταίρων και, πλέον, και της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι και τα δύο: ή θα είναι «αντιμνημονιακή» –κάτι που, όπως έδειξε η περσινή, σχεδόν μοιραία, περιπέτεια, δεν μπορεί να το αντέξει ούτε η ίδια ούτε η χώρα –είτε θα πάψει να καταφέρεται κατά της ίδιας της πολιτικής της, αφού εκείνη διαπραγματεύτηκε και ψήφισε το συγκεκριμένο Μνημόνιο, καθώς και τα μέτρα του.

Η κρίσιμη, στο στόμα του υπουργού, λέξη «παράλογο» αυτόν ακριβώς τον παραλογισμό αναδεικνύει: η κυβέρνηση συνεχίζει να προσπαθεί να μας πείσει ότι πατάει σε δύο βάρκες, ενώ ξέρει ότι βρίσκεται ώς τον λαιμό στην άγρια θάλασσα. Στην –πραγματική –πολιτική, η ώρα να κριθεί τι είναι παράλογο και τι όχι είναι όταν διαπραγματεύεται ακόμα κανείς και μπορεί να αποφύγει αυτό που θεωρούσε παράλογο, όχι όταν έχει πια συμφωνήσει και το «παράλογο» έχει μεταβληθεί σε δεσμευτική υποχρέωση. Η «αγανάκτηση» μετά τη συμφωνία δείχνει αίσθηση ενοχής ή έλλειψη αυτογνωσίας ή και τα δύο. Ωθώντας σε ακραία, όπως αποδείχτηκε, όρια το Plan B, που είχε επιφορτιστεί, ασφαλώς όχι αυτόκλητα, να δοκιμάσει ο προκάτοχος του σημερινού υπουργού Οικονομικών, η κυβέρνηση στριμώχτηκε στα σχοινιά και αναγκάστηκε να υπογράψει μια πολύ επαχθή, για όλους μας και φυσικά και για την ίδια, συμφωνία.

Ας το παραδεχόταν: θα έχανε τους «ιδεολόγους του αντιμνημονίου» (που ούτως ή άλλως τους έχει χάσει), αλλά θα έπειθε (εντός και εκτός συνόρων) για τη σοβαρότητά της (που τώρα κι αυτή την έχει χάσει). Κυρίως όμως θα μπορούσε να διαπραγματευθεί κατά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, γιατί το Μνημόνιο είναι μια διαρκής μάχη, στην οποία, για παράδειγμα, καμία νομοτέλεια δεν υπήρχε για τόσο μεγάλη υποχώρηση σε μέτωπα όπως το Εργασιακό ή το Συνταξιοδοτικό. Αν είχε κάνει τη δουλειά της σωστά, θα διέθετε πολιτικά όπλα να πολεμήσει για τις θέσεις της. Με εκ των υστέρων δακρύβρεχτους χαρακτηρισμούς απλώς επιδεινώνει τη θέση της χώρας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος