Έχουμε πολλούς λόγους να ακούμε με προσοχή τις απόψεις του πρώηνπρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Γιατί ο ίδιος ουδέποτε αυτο-περιορίστηκε στον χρυσοποίκιλτο θώκο των «τέως», αλλά διαρκώς καταθέτει τις απόψεις του με
τεκμηριωμένες παρεμβάσεις στην Ελλάδα και σε υψηλού επιπέδου fora στοεξωτερικό (εκτενές συγγραφικό έργο και ομιλίες).
Με την εξαίρεση του Ευ.Βενιζέλου, είναι ο μοναδικός πολιτικός της κεντρο-αριστερής παράταξης, οοποίος διαθέτει την ικανότητα να προσδιορίζει τα ζητήματα επείγουσαςκυβερνητικής προτεραιότητας, τις ευρωπαϊκές και διεθνείς παραμέτρους καιτους ειδικότερους στόχους των πολιτικών.
Κατά παράδοξο τρόπο, η παράταξη αυτή μάλλον πελαγοδρομεί και αδυνατείνα κατανοήσει ότι αυτή η ολοκληρωμένη προσέγγιση προκλήσεων καιστόχων κυβερνητικής πολιτικής υπήρξε κάποτε το συστατικό στοιχείο τηςηγεμονίας της. Η διαπίστωση αυτή αρμόζει τόσο για το εναπομείνανΠΑΣΟΚ, όσο και για εκείνα τα κυβερνητικά στελέχη τα οποία σιωπηρώςμετακινούνται προς την Κεντροαριστερά.
Είναι ορθές οι περισσότερες από τις διαπιστώσεις του κ. Σημίτη σχετικά με ταπροβλήματα, τα οποία οδήγησαν όχι μόνο στην έλευση της κρίσης, αλλάτελικά και στον εγκλωβισμό στο καθεστώς των μνημονίων. Ο καλόπιστοςπολίτης, ωστόσο, οδηγείται στη λογική διαπίστωση ότι πολλά από ταπρόδρομα στοιχεία της κρίσης υφίστανται ήδη από την εποχή των δύοκυβερνήσεων Σημίτη.
Η παραδοχή αυτής της αλήθειας δεν πρέπει ναθεωρηθεί ότι υποσκάπτει τα σημαντικά επιτεύγματα.Η ηγεσία Σημίτη μετέβαλλε τους όρους πολιτικής νομιμοποίησης τηςκυβέρνησης. Από το «χάρισμα», το λαϊκισμό, την κομματική ολιγαρχία, τηνοπαδική λογική των μέσων και των ψηφοφόρων, περάσαμε στο στάδιο τηςικανότητας διαχείρισης, των πραγματικών κυβερνητικών αποτελεσμάτων καιτης ουσιαστικής σύγκλισης προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Αποκορύφωμααυτής της μεταβολής υπήρξε η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.Αν, όμως, λάβουμε υπόψη ότι οι κυβερνήσεις Σημίτη λειτούργησαν σε έναεξαιρετικά ευνοϊκό πολιτικό πλαίσιο, τότε είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι ο
κατάλογος των πεπραγμένων του εκσυγχρονισμού θα έπρεπε να εκτείνεται σεπερισσότερα πεδία.
Η ηγεσία Σημίτη ανέλαβε την εκπλήρωση στόχων για τους οποίους δενχρειάστηκε να πείσει την κοινή γνώμη. Η επιλογή της ΟΝΕ είχενομιμοποιηθεί από την ιστορική ηγεσία Α. Παπανδρέου. Η αξιωματική αντιπολίτευση εξέφραζε τη συναίνεσή της στα θεμελιώδη. Παράλληλα, ηκοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν εξαιρετικά ισχυρή και στις δύο περιόδους.
Πέραν της ονομαστικής σύγκλισης, μικρά βήματα έγιναν στο επίπεδο τωνδιαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, στην ενίσχυση τηςανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της χώρας. Αντιθέτως, μετά το2000 η κυβέρνηση έδωσε το λάθος μήνυμα της μονοσήμαντης εισοδηματικήςσύγκλισης προς τα επίπεδα της ΕΕ. Την ίδια εποχή ο (σοσιαλδημοκράτης)καγκελάριος Σρέντερ προσδιόριζε ένα ρεαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμασταθεροποίησης (Ατζέντα 2010), το οποίο απέδωσε καρπούς σε μία ήδηεξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία.
Η μεγαλύτερη αδυναμία εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν αξιοποιήθηκανεπαρκώς οι ευνοϊκές πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τηνπροώθηση ρηξικέλευθων τομών στη λειτουργία του κράτους και τηςοικονομίας, ιδιαίτερα μετά το 2000.
Το ασφαλιστικό, η απασχόληση, ηανταγωνιστικότητα, το δημόσιο χρέος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούνορισμένα παραδείγματα των χαμένων ευκαιριών, πιθανώς γιατί δεν υφίστατοπλέον μία στενή εξωτερική επιτήρηση ανάλογη με την ΟΝΕ.
Αντιθέτως, ανέκαμψαν οι «σκοτεινές» δυνάμεις του κόμματος, οι οποίεςεπικράτησαν έναντι της κυβερνητικής λειτουργίας, κατέστησαν το κόμμα έναάλλο καρτέλ, κραύγασαν για το πολιτικό κόστος, δημιούργησαν νέες
πελατειακές σχέσεις (και διαφθορά) και εμπόδισαν την ανασυγκρότηση τουκόμματος.
Οι προηγούμενες ηγεσίες με τις επιτυχίες και τις αδυναμίες τους μας κάνουνσοφότερους για τους πραγματικούς περιορισμούς στη λειτουργία τηςκυβέρνησης και του κράτους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξακολουθούμενα διαπιστώνουμε τα συμπτώματα, δίχως να αναλαμβάνουμε με σθένος
πρωτοβουλίες για τη θεραπεία τους. Το καθήκον αυτό πλέον έχει περάσει σεόσους κυβερνούν, και όσους φιλοδοξούν να κυβερνήσουν.
Αρκεί νααπαλλαγούν από τον αταβισμό που κατατρύχει τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Ο Μάνος Παπάζογλου είναι επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτωνστο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου