Η επίδραση του στρες στις πιθανότητες εγκυμοσύνης είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλά νέα ζευγάρια, αλλά δεν έχει μελετηθεί επαρκώς μέχρι σήμερα. Ολοένα περισσότερα επιστημονικά δεδομένα όμως υποδηλώνουν ότι ο ρόλος του είναι ξεκάθαρα αρνητικός.
Η πιο πρόσφατη από αυτές τις μελέτες πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Λούισβιλ, στο Κεντάκι, οι οποίοι παρατήρησαν ότι ομάδα γυναικών που ανέφεραν έντονο στρες κατά τις μέρες της ωορρηξίας είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να συλλάβουν εκείνο τον μήνα, συγκριτικά με άλλους μήνες.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Annals of Epidemiology», έδειξε ακόμα ότι η γονιμότητα δεν επηρεαζόταν αρνητικά μόνο από το βραχυπρόθεσμο στρες αλλά και από τον χρόνιο: όσες εθελόντριες δήλωσαν ότι γενικά βίωναν το εντονότερο στρες, είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυοι κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Οι ερευνητές θέλησαν επίσης να εξετάσουν αν το στρες επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη γονιμότητα, δηλαδή αν ωθεί τη γυναίκα στην υιοθέτηση συμπεριφορών (λ.χ. κάπνισμα, ποτό, ανθυγιεινή διατροφή, λιγότερο σεξ) που μειώνουν τη γονιμότητα ή αν τη μειώνει ανεξάρτητα από τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Οπως διαπίστωσαν, το στρες σχετιζόταν με μείωση της γονιμότητας ακόμη και αν η γυναίκα είχε συχνές σεξουαλικές επαφές, δεν κάπνιζε, δεν έπινε και διατηρούσε φυσιολογικό σωματικό βάρος.
Τα αποτελέσματα αυτά, που προέρχονται από την παρακολούθηση 400 σεξουαλικά ενεργών γυναικών ηλικίας κάτω των 40 ετών, υποδηλώνουν ότι οι πιθανότητες σύλληψης μπορεί να αυξηθούν όταν η γυναίκα λάβει μέτρα ώστε να διαχειριστεί το άγχος της (π.χ. με τη σωματική άσκηση, τη συμμετοχή σε πρόγραμμα διαχείρισης του άγχους, την ψυχολογική υποστήριξη).
Επιβεβαιώνουν επίσης εκείνα προγενέστερης μελέτης (του 2014) που είχε δείξει ότι τα αυξημένα επίπεδα στρες διπλασιάζουν τις πιθανότητες που έχει μία γυναίκα να είναι υπογόνιμη.
Ως φαίνεται, η ψυχική υγεία είναι εξίσου σημαντική για τη γονιμότητα με άλλους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να την πλήξουν (λ.χ. αλκοόλ, πλεονάζον σωματικό βάρος, κάπνισμα).