«Η επίσημη ιστορία»: Ας υποθέσουμε πως διαθέτουμε τον χρόνο και την άνεση για ένα μεγάλο ταξίδι ανά τον κόσμο. Και πως, σε κάθε μας ταξίδι, κρατάμε ως μοναδικό αναμνηστικό δωράκι ένα βιβλίο Ιστορίας από μια τάξη γυμνασίου. Είναι προφανές πως δεν θα διαβάσουμε τα ίδια. Γιατί κάθε άρχουσα τάξη, «δημοκρατική» ή «αυταρχική» (έννοιες θεαματικά ρευστές όπως η Ιστορία η ίδια) οφείλει να διατηρεί την κοινωνική συνοχή –συχνά με κάθε μέσο.
Διόλου τυχαίο λοιπόν που η ηρωίδα της φημισμένης ταινίας του Λουίς Πουένσο, που επαναπροβάλλεται σήμερα στις αίθουσες, είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Μπουένος Αϊρες του 1983. Μητέρα ενός υιοθετημένου κοριτσιού μοιάζει να αποδέχεται την κάθε «επίσημη» εκδοχή. Ετσι, η γυναίκα που γέννησε το παιδί της, «ήθελε να το ξεφορτωθεί». Ομοίως, στη χώρα του Πινοτσέτ δεν κυνηγήθηκε κανείς για τα πολιτικά του πιστεύω. Ελα όμως που οι μαθητές της αρνούνται να διδαχθούν την Ιστορία που τους πλασάρει. Και εκείνη ανακαλύπτει πως η Γκάμπι, το κορίτσι που έχει υιοθετήσει, είναι –πιθανότατα –η κόρη ενός από τα χιλιάδες θύματα που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν με την κατηγορία της τρομοκρατίας τη δεκαετία του ’70.
Πλέον έχουμε ξεχάσει το πολιτικό σινεμά που δεν κρύβει τα λόγια του. Με εξαίρεση τον Κεν Λόουτς, στις κινούμενες εικόνες τού σήμερα που προφασίζονται μια κάποια πολιτική σκέψη κυριαρχούν αδιόρατοι συμβολισμοί, κομψές αλληγορίες και περίτεχνες αμφισημίες. Ετσι, χάνεται το πιο σημαντικό: η απεύθυνση του όποιου μηνύματος σε εκείνο το κομμάτι των θεατών που δεν μπαίνει στο σινεμά για να «διαβάσει», αλλά απλώς για να δει μια ταινία.
Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης φέτος έγινε πολύς λόγος γι’ αυτές τις «δεύτερες αναγνώσεις» –μόνο που ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου οφείλει να σε οδηγεί στη σημειολογία διά του αφηγήματος. Ο θεατής δεν είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει τα μυθοπλαστικώς αδικαιολόγητα. Ούτε, φυσικά, ο κριτικός του κινηματογράφου. Πάνω στον καμβά του οικογενειακού δράματος, λοιπόν, ο Λούις Πουένσο έστησε τη χαμηλόφωνη τραγωδία μιας γυναίκας που με το τραγούδι της σιγοντάρει τον καημό μιας ολόκληρης χώρας. Ενα δράμα εξόχως ερμηνευμένο, με τις πολιτικές του διαρθρώσεις να καλύπτουν επαρκώς τον γνώριμο καμβά ενός φιλμικού είδους, του οποίου τους κανόνες γνωρίζει καλά. Κάνει δηλαδή ό,τι έκανε και ο δικός μας Κώστας Γαβράς: μεταχειρίζεται εκείνα τα κινηματογραφικά εργαλεία που έχουν τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα. Ακριβώς επειδή τα λόγια του οφείλουν να ακουστούν.
Ο Λούις Πουένσο έγραψε το σενάριο της «Επίσημης Ιστορίας» το 1983, σε απόλυτη μυστικότητα, φοβούμενος για τη ζωή του. Λίγες ημέρες πριν από τα γυρίσματα, όμως, η χούντα κατέρρευσε και το συνεργείο του βγήκε να αποτυπώσει εικόνες που έμειναν και αυτές στην Ιστορία. Η οποία, καλό είναι να το θυμόμαστε, γράφεται στους δρόμους.
Βαθμοί: 8