Το ακούω χρόνια. Στην αρχή, ομολογώ, με ένα είδος αποστασιοποίησης, θα έλεγα έως και προανάκρουσμα γεωγραφικού σνομπισμού που έχουν οι αναντάμ παπαντάμ νησιώτες για τους χερσαίους και τους βουνίσιους. Νέοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, επιστήμονες, με τα μάστερ και τα διδακτορικά τους από πανεπιστήμια του εξωτερικού, τεχνοκράτες, με τις –όσο το δυνατόν υπό τις παρούσες συνθήκες –καλές δουλειές τους, κοσμοπολίτες, θαμώνες της αστικής διασκέδασης αλλά και πιο εναλλακτικοί αυτή την εποχή επιστρέφουν για δυο – τρεις μέρες στις πατρίδες τους για τις ελιές. Ακόμη και αν δεν τις τινάξουν και δεν τις μαζέψουν οι ίδιοι, για να κανονίσουν πώς θα πάνε στο λιοτρίβι και τις λοιπές διαδικασίες. Οχι για να εμπορευθούν τη μικρή παραγωγή, αλλά για να βγάλουν το «λάδι της χρονιάς». Εκφραση που λες και έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα και συνδέει άρρηκτα μια παράμετρο της σύγχρονης οικιακής οικονομίας με τα λημέρια της θεάς Δήμητρας.
Χωρίς τις φανφάρες και τα τελετουργικά άλλων παραδόσεων που συντηρούνται κυρίως υπό τη μορφή δρώμενου, η συνήθεια συνεχίζει σιωπηρά μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, με ένα είδος αυτοπροστασίας από τη γραφικότητα. Υπερβατικά, κάτι σαν προσκύνημα, σαν εκτέλεση χρέους τιμής στη γενέθλια γη, αυτή που τους έζησε, που τους έθρεψε, που σπούδασε τους ίδιους και τους προγόνους τους. Στόχοι συχνά μιας ψευδοκουλτούρας που ειρωνεύεται άνευ ερείσματος τη σχέση των ανθρώπων με τις οικογένειές τους, αυτά τα παιδιά εκπέμπουν μια συνειδησιακή υγεία και ξαραχνιάζουν το κακοποιημένο σλόγκαν περί «επιστροφής στις ρίζες». Αλλωστε, τα λιόδεντρα ρίζες τα λένε…