Μέχρι σήμερα έχει φορέσει, εκτός άλλων, το τισέρτ του τηλεοπτικού Λάζαρου («Είσαι το ταίρι μου»), τη λιτή ενδυμασία του ντοστογιεφσκικού Γκολιάτκιν («Σωσίας»), τα ρούχα του τσεχοφικού Πλατόνοφ (σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου), τη λευκή φόρμα του Αλεξ από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» και ένα μπεζ σύνολο για τον αριστοφανικό Ευελπίδη στους «Ορνιθες» του τελευταίου Φεστιβάλ Αθηνών (δίπλα στον Νίκο Καραθάνο – Πεισθέταιρο). Αυτή την περίοδο είναι ο Ριχάρδος Β’ στο Θέατρο Ροές και η ερμηνεία του είναι από μόνη της ικανή να δημιουργήσει στρατόπεδα ανάμεσα στο θεατρόφιλο κοινό.

Ο 40χρονος ηθοποιός που κατοχύρωσε την παρουσία του στο τηλεοπτικό θέαμα με ένα ιγκουάνα στον ώμο (ο Μήτσος, ξανά «Είσαι το ταίρι μου») είναι ένας χαμαιλέων. Οχι όμως με την έννοια του «καταναλωτή ρόλων» που πρέπει να δοκιμαστεί σε διαφορετικές σκηνές για να επιβιώσει. Αλλά με την έννοια ενός μελετηρού επαγγελματία που έχει διαχωρίσει το ύφος του από το εγχώριο star system (έστω, στο μικρό χωριό που λέγεται Αθήνα). Για τους άσπονδους εχθρούς και φίλους του, ο Αρης έκανε νωρίς πόλεμο με την τηλεόραση.

Επέβαλε με αξιοπρέπεια τον ρόλο του Λάζαρου στο διαχρονικό αλμανάκ των τηλεοπτικών σειρών, πέρασε από το «Κλείσε τα μάτια» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και τους «Singles» του Mega και στη συνέχεια, σχεδόν τρομαγμένος από την απήχηση που είχε, «αποσύρθηκε από τα εγκόσμια» δουλεύοντας μαραγκός σε μια μάντρα στο Ελληνικό. Υστερα από αυτό το αναγκαίο διάλειμμα, κατά το οποίο λέγεται ότι ανακάλυψε τις αναφορές στη new age θρησκευτικότητα (έχει δηλώσει ότι η Ορθοδοξία είναι η απόλυτα αναρχική θρησκεία), ανέβηκε στη σκηνή. Εκτοτε τα credits πέφτουν βροχή και μάλιστα στο πλευρό σημαντικών σκηνοθετών.

Πολύ πριν υποδυθεί τον Ευριπίδη στους «Αχαρνής» βέβαια (σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, πέρυσι το καλοκαίρι), είχε περάσει από το μεταολυμπιακό σύμπαν του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Η συνεργασία τους στο «2», στη «Μήδεια 2» (όπου είχε τον εμβληματικό ρόλο του Σκύλου) και στο «Still life» έδειχνε τη συνέχεια στον δρόμο του λεγόμενου σωματικού θεάτρου: εκεί όπου ο Σερβετάλης μπορεί να αισθάνεται οικεία.

Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τις μεταγενέστερες εμφανίσεις του σε αυτόν ακριβώς τον χώρο εντοπίζονται: η συμμετοχή του στον 24ωρο Μπέκετ του «Μερσιέ και Καμιέ» στο Φεστιβάλ Αθηνών (2013) και στο περσινό «Κουρδιστό πορτοκάλι» του, αμφότερα σε σκηνοθεσία Κακλέα.

Ισως το ξεκίνημά του στην υποκριτική έδειχνε και τη σχέση που θα αποκτούσε με το «σταριλίκι». Ο Σερβετάλης γεννήθηκε το 1976 στο Κουκάκι, όπου μεγάλωσε. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο άρχισε να εργάζεται σε αποθήκη ηλεκτρικών ειδών. Με την προτροπή μιας φίλης του έδωσε τις εξετάσεις του υπουργείου Πολιτισμού και γράφτηκε στη σχολή υποκριτικής Φωτιάδη. Η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξε ήταν το «Σκρατς» του Κοπί το 1997 στο Ελυζέ. Στη συνέχεια ήρθε η συνεργασία με τον Κακλέα (στο «Ουπς»), η οποία έμελλε να αποδειχθεί από τις πλέον ανθεκτικές στο σινάφι. Κατά κάποιο τρόπο, ο Σερβετάλης είναι «ηθοποιός των σκηνοθετών». Το φιζίκ του, ο τρόπος που τοποθετεί το σώμα πάνω στη σκηνή ή απέναντι στον φακό, το ύφος που εκπέμπει στην τραυματισμένη θεατρική πραγματικότητα ταιριάζουν γάντι με τις επιταγές των δημιουργών. Κάπως έτσι προέκυψε η συνεργασία του και με τον Λάνθιμο, ο οποίος τον κάλεσε στην «Κινέττα» το 2005 και ύστερα από έξι χρόνια στις «Αλπεις».

Στον «Ριχάρδο Β’» όπου υποδύεται τον ομώνυμο σαιξπηρικό ήρωα –άγνωστο σχετικά και, πάντως, στη σκιά του Ριχάρδου Γ’ -, συνεργάζεται με την ομάδα των Res Ratio Network και τη σύζυγό του, σκηνοθέτρια Εφη Μπίρμπα, απόφοιτο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Οι δυο τους έχουν καταφέρει να κρατήσουν τη σχέση τους ως ζεύγος στη ζωή και στο θέατρο μακριά από αδηφάγα μπλογκ, με μια συνειδητή διακριτικότητα. Ακόμη και στην προηγούμενη συνεργασία τους, στον «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι στο Θέατρο Ροές (2014), λίγοι από τους θεατές γνώριζαν τη σχέση που συνδέει τη σκηνοθέτρια της παράστασης με τον πρωταγωνιστή, ο οποίος κέρδισε και εκεί τις καλύτερες κριτικές για τον ρόλο του εσωστρεφούς Γκολιάτκιν –ή μήπως ήταν ο εσωστρεφής Σερβετάλης που κέρδιζε τις εντυπώσεις;

Συμβαίνει αυτό με τους ρόλους που αναλαμβάνει ο ηθοποιός: τα όρια μεταξύ υποκριτικής και ψυχοσύνθεσης μπερδεύονται δημιουργικά στην περίπτωσή του. Κι αυτό είναι το σκηνικό του πλεονέκτημα.

Κατά την πρόσφατη φεστιβαλική εμφάνισή του ως Ευελπίδης έπειθε άμα τη εμφανίσει ότι, ναι, προέρχεται από το σύμπαν του Μπέκετ πατώντας στα χνάρια του Βλαντίμιρ –που εκπροσωπεί τον σκεπτικισμό απέναντι στην «ψυχή» την οποία εκπροσωπεί ο Εστραγκόν (ο Πεισθέταιρος του Νίκου Καραθάνου, εν προκειμένω).

Από την ίδια παράσταση προήλθε και μία ατάκα, την οποία ο Σερβετάλης θα μπορούσε να κατοχυρώσει ως ολοδική του είτε την «εκτόξευε» από το σανίδι είτε από την ορχήστρα αρχαίου θεάτρου είτε στα πλατό κινηματογραφικών γυρισμάτων. «Είσαι ηλίθιος» λέει κάποια στιγμή ο Πεισθέταιρος στον Ευελπίδη. «Ναι, αλλά μ’ αγαπάς» απαντά η άλλη όψη του νομίσματος.