Είναι από τα βιβλία που ξεκινούν με επεξήγηση του ίδιου τους του τίτλου: η δημοκρατία βρίσκεται σε αμηχανία, γράφει στην πρώτη κιόλας αράδα ο Κάρλο Γκάλι. Μια αμηχανία όμως που δεν συνίσταται στην άρνησή της ή στο άγχος ενώπιόν της, παρόμοιο με εκείνο του Τοκβίλ που την παραλλήλιζε με κατακλυσμό των υδάτων. Ούτε θυμίζει την κατά Φρόιντ ανοικειότητα που ο άνθρωπος αισθάνεται εντός ενός πολιτισμού περιοριστικού των επιθυμιών του. Αντίθετα, όπως σε μια γενική του ποιητικού αιτίου, η αμηχανία της δημοκρατίας προκαλείται από τη δημοκρατία, τους πολιτικούς της θεσμούς και την κοινωνική της πραγματικότητα. Εχει χαρακτήρα διπλό: είναι κατ’ αρχάς υποκειμενική –εκδηλώνεται με δυσαρέσκεια των πολιτών, με καθημερινή αδιαφορία και με ταυτόχρονη ανάγκη για εξέγερση –και βεβαίως αντικειμενική –προέρχεται από την ανεπάρκεια της δημοκρατίας να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, να εκπληρώσει την ανθρωπιστική αποστολή της, να προσφέρει σε όλους τις ίδιες ελευθερίες, δικαιώματα, αξιοπρέπεια. Η θεραπεία προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της πολυπλοκότητάς της, εντός της οποίας συνυπήρχαν και συνυπάρχουν πολλές δυνατότητες. Ο παρατατικός του «συνυπήρχαν» δεν είναι τυχαίος: το πρώτο βήμα στο δοκίμιο του Ιταλού είναι η ψηλάφηση του παρελθόντος.
Στον Μακιαβέλι
Καθόλου παράξενο για έναν καθηγητή που διδάσκει Πολιτική Θεωρία και Ιστορία των Πολιτικών Ιδεών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια (και που το 2013 εκλέχτηκε βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ το 2015 προσχώρησε στην ιταλική Αριστερά). Η γενεαλογία της δημοκρατίας είναι αποκαλυπτική για εκείνον: στην κλασική Ελλάδα, όπου οι επικριτές της ήταν περισσότεροι από τους υμνητές της (παρά την αισιοδοξία κειμένων όπως ο «Επιτάφιος» του Θουκυδίδη), το ιδανικό ήταν η δημόσια, ελεύθερη έκφραση γνώμης, η ισονομία και η αρμονία ιδιωτικού και δημόσιου. Η νεωτερικότητα, «μια ώριμη απάντηση στη Μεταρρύθμιση και τους θρησκευτικούς πολέμους», αρχίζει πια να ερμηνεύει τον λαό ως μέρος της πόλης και σε αγώνα ενάντια στους ευγενείς (μια προσέγγιση ρεπουμπλικανική, που ο Γκάλι εντοπίζει όχι μόνο στους ιδρυτές του αμερικανικού κράτους αλλά και στον Μακιαβέλι), ενώ περιστρέφεται φυσικά γύρω από το κράτος και το κεφάλαιο: το κλασικό ιδεώδες του ανθρώπου και της πόλης καθίσταται εξαιτίας τους ανεφάρμοστο, η διάκριση εργασίας και πολιτικής παγιώνεται και το πρόβλημα πλέον είναι ποιος, γιατί και με ποια νομιμοποίηση νομοθετεί. Το κράτος ειδικά είναι στην πρώτη του μορφή απολυταρχικό: η νεωτερική δημοκρατία είναι τα εγχειρήματα εκδημοκρατισμού του, με τη μετουσίωση της λαϊκής κυριαρχίας, στη διαμεσολάβηση της αντιπροσώπευσης.
Η αντιπροσώπευση
Η δυναμική βέβαια της αστικής υποκειμενικότητας συνέδεσε τη δημοκρατία όχι με τον λαό, αλλά με το άτομο. Το άτομο ελέγχει την πολιτική δι’ αντιπροσώπων, λέει ο Γκάλι, οι αφηρημένες όμως έννοιες κράτους και πολίτη συνδέονται με τα συμφέροντα και τις ανάγκες του μόνο μέσω των δικαιωμάτων. Το πράγμα μπερδεύεται περισσότερο από τη στιγμή που το νεωτερικό υποκείμενο, πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και του κράτους, επιθυμεί τόσο την ενιαία πολιτική φόρμα όσο και την ελευθερία. Κάπως έτσι, αντιπροσώπευση και δικαιώματα «είναι η κύρια οδός της νεωτερικής δημοκρατίας και την ίδια στιγμή το πολιτικό της πρόβλημα». Για τον Ρουσό, θυμίζει ο συγγραφέας, ο λαός πρέπει να απελευθερωθεί από την αντιπροσώπευση· για τον Μαρξ, από τον καπιταλισμό· για τον Βέμπερ και αργότερα και για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, εχθρός της δημοκρατίας είναι η εργαλειακότητα του νεότερου πολιτικού λόγου και η έκφρασή του με όρους κυριαρχίας. «Η δημοκρατία είναι με λίγα λόγια ένας στυγνός λόγος εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, τεχνοκρατικής), που επιστρέφει στον εαυτό του: έχει χάσει την εσωτερική και ζωτικής σημασίας διαλεκτική της. Πρόκειται για μια δημοκρατία γραφειοκρατική, όχι πολιτική, αυταρχική, όχι φιλελεύθερη. Η συναίνεση που πραγματώνει είναι κάθε άλλο παρά πηγαία: είναι παθητική».
Μια ελεύθερη οργάνωση της ελπίδας
Τι κάνουμε λοιπόν; Επειτα από μια μάλλον μακροσκελή και πυκνή ανάλυση, δοσμένη κατανοητά από τη μετάφραση του Περικλή Δημητρολόπουλου και την επιμέλεια της Ελένης Κοσμά, ο Γκάλι υποστηρίζει ότι αν είναι αλήθεια πως ο θρόνος της δημοκρατίας έχει πια χηρέψει, εξίσου αλήθεια είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει. Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για απείκασμα ή για την τελική κρίση της νεωτερικής δημοκρατίας και οι ώς τώρα θεωρητικές απαντήσεις (από τους Σαρτόρι, Νταλ, Ρολς, Χάμπερμας, Σεν, Νούσμπαουμ, αλλά και Μπαντιού, Μπάτλερ, Κόνολι, Μουφ, Λακλάου, Ρανσιέρ, Αμπενσούρ, Νέγκρι, Χαρντ) τού είναι γνωστές. Κατά τη γνώμη του, η δημοκρατία πρέπει από ανάγκη να γίνει αντικείμενο ελεύθερης απόφασης και αδιαπραγμάτευτης βούλησης. Η δράση για χάρη της μπορεί να ξεκινήσει από την κοινωνία, όπου υπάρχει η πραγματική πολιτική, και όχι από τους θεσμούς, όπου θριαμβεύουν η εξιδανίκευση, η τυποποίηση ή η αυταπάτη.
Τι χαρακτηριστικά και δομές θα έχει αυτή η μετατόπιση, δεν είναι ξεκάθαρο. Σίγουρα, λέει ο Γκάλι, δεν πρόκειται για προσανατολισμό εξεγερσιακό ούτε νεοφιλελεύθερο. Κι αν δεν έχει κέντρο, έχει πάντως σκοπό. Ο Ιταλός τον προσεγγίζει εκκινώντας από ιδέες ρεπουμπλικανικές ή την παράδοση της Φρανκφούρτης και χωρίς ίσως να λαμβάνει υπόψη του τις διαθέσεις ή τις αντοχές των υποκειμένων εν μέσω κρίσης που ο ίδιος έχει καταγράψει. Οπως και να έχει, «ο σκοπός αυτός –πέρα από τις αντιφατικές μορφές που μπορεί να ενδύεται –είναι η ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον ανθρωπισμού ελεύθερων προσωπικοτήτων στον δημόσιο χώρο. Το νόημα της αμηχανίας της δημοκρατίας είναι να μας δώσει να καταλάβουμε ότι με τη βοήθεια της μνήμης και της αναγνώρισης της ιστορίας της η δημοκρατία μπορεί να συναντήσει την πολιτική ως ελεύθερη οργάνωση της ελπίδας».
Carlo Galli
Η αμηχανία της δημοκρατίας
Μτφ. Περικλής Δημητρολόπουλος
Επιμ. Ελένη Κοσμά
Εκδ. Πόλις, 2016, Σελ. 128
Τιμή: 14 ευρώ