«Κάθε Κουβανός είναι καλλιτέχνης και κάθε σπίτι στην Κούβα είναι γκαλερί» έγραφε το 2011 η αμερικανίδα ιστορικός τέχνης Ρέιτσελ Βάις. Ηταν λες κι αποδεχόταν τη συνηθισμένη φολκλορική προσέγγιση στο νησί της Καραϊβικής. Μια ματιά στα νούμερα όμως δείχνει ότι ποσοτικά η τέχνη στην Κούβα ευδοκιμεί: σύμφωνα με την Encyclopaedia Britannica, μέχρι το 1959 η χώρα αριθμούσε εκατό βιβλιοθήκες και έξι μουσεία. Σήμερα υπερηφανεύεται για περίπου 2.000 και 250. Από τη σύστασή του το 1976, το υπουργείο Πολιτισμού πέτυχε να διασπείρει την τέχνη εκτός Αβάνας, αλλά και να δίνει τον τόνο στο σύνολο σχεδόν του «κρατικοδίαιτου» πολιτισμού. Σήμερα, με κύριο όχημα ένα Instituto Superior de Arte και διακόσια casas de cultura, διευθύνει εκπαιδευτικά προγράμματα σε μουσική, εικαστικά, θέατρο, χορό, κινηματογράφο.

Η μουσική. Εν αρχή ην η μουσική. Το εξηγούσε ο Νόρμαν Μέιλερ στον Τζον Κένεντι, μετά το φιάσκο στον Κόλπο των Χοίρων: «Αντιλαμβάνεσαι το λάθος σου; Τα βάζεις με έναν λαό που δεν καταλαβαίνεις τη μουσική του» φέρεται ότι είχε πει. Οι αφρικανικές και ισπανικές πάντως ρίζες της δεν ήταν κρυφές –η σάλσα και η ρούμπα χορεύονταν σε κάθε σοκάκι. Σίγουρα αναμειγνύονταν με ένα σωρό τάσεις: οι Los Zafiros λ.χ., επηρεάστηκαν από το doo-wop των Platters. Το κίνημα της nueva trova, των Σίλβιο Ροντρίγκεζ και Πάμπλο Μιλανέζ, από την επανάσταση. Οι Orishas εμφανίστηκαν όταν η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ενσωματώσει το hip-hop παρά να το κυνηγάει, κάτι που συνέβη περίπου και στο ροκ: μέχρι το 1966 ακουγόταν στα κρυφά, ώσπου με τη βοήθεια του σταθμού Radio Marianao, του φεστιβάλ Havana Jam ’79 ή τη συναυλία των Manic Street Preachers το 2001, ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο έφτασε το 2004 να τιμήσει τον Τζον Λένον. Το «Buena Vista Social Club» ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον σεβάσμιο Ιμπραήμ Φερέρ. Ομότεχνοί του όμως όπως ο Αρτούρο Σαντοβάλ, είχαν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα δυσαρεστημένοι.

Ο κινηματογράφος. Η ζωή του Σαντοβάλ είχε γίνει και τηλεταινία με τον Aντι Γκαρσία, έβλεπε όμως το νησί κάπως ταξιδιάρικα. Από το 1959 κι έπειτα η Κούβα είχε κινηματογραφηθεί και από ντόπιους σκηνοθέτες: το πολιτιστικό τμήμα του επαναστατικού στρατού (DCER) χρηματοδότησε ντοκιμαντέρ όπως το «Esta tierra nuestra» του Τομάς Γκουτιέρεζ Αλέα, εξελισσόμενο κατόπιν στο ICAIC, ένα κινηματογραφικό ινστιτούτο υπεύθυνο για τη «χρυσή εποχή» του εγχώριου σινεμά. Με τη βοήθειά του γύρισε ο Ουμπέρτο Σολάς τη «Λουσία» το 1968. Υπό την αιγίδα του συστήθηκε το Διεθνές Φεστιβάλ Νέου Λατινοαμερικάνικου Κινηματογράφου που προσκάλεσε τον Κόπολα ή τον Ντε Νίρο. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες θα αναλάμβανε τη διεύθυνση του αντίστοιχου ιδρύματος και κάπως έτσι το κουβανικό σινεμά θα κέρδιζε διακρίσεις όπως η υποψηφιότητα για Οσκαρ του «Φράουλα και σοκολάτα», επίσης του Αλέα. Οι συμπαραγωγές με την ΕΣΣΔ έφεραν φιλμ όπως το «Soy Cuba» του Μιχαήλ Καλατόζοφ. Το 1979 όμως είχε βγει και η πρώτη ταινία μυθοπλασίας από εξόριστο σκηνοθέτη, το «El Super» του Ορλάντο Χιμένεζ Λεάλ. Ολο και λιγότεροι αμφέβαλλαν: πάνω στην καλλιτεχνική παραγωγή έπεφταν και μερικές σκιές.

Καλές τέχνες. Το ICAIC ενίσχυσε την τέχνη της αφίσας, η οποία πήρε τον δικό της δρόμο: μία του Αλφρέδο Ρόστγκαρντ με επεξεργασμένη τη διά χειρός Αλμπέρτο Κόρδα φωτογραφία του Τσε, είναι χαρακτηριστική. Η ζωγραφική, μετά την επανάσταση, με τη βοήθεια των Νέλσον Ντομίνγκεζ και Ρομπέρτο Φάμπελο μετατοπίστηκε από τον μοντερνισμό στην απαθανάτιση του προλεταριάτου, αν και η διεθνής έκθεση Salon de Mayo του 1967, άνοιξε τους ορίζοντές της. Η σχολή καλών τεχνών που ιδρύθηκε το 1976 ή η Μπιενάλε της Αβάνας από το 1984, εμπλούτισαν τις πινακοθήκες με εννοιολογικές τάσεις ή με έργα πιο απομακρυσμένα από την πολιτική –το γλυπτό «Immediately Geographic» του Φλορένσιο Γκελαμπέρτ Σότο, που απεικόνιζε την Κούβα κατακερματισμένη, ήταν από εκείνα που άγγιζαν τα όρια της διαμαρτυρίας.

Λογοτεχνία. Η διαμαρτυρία του Χοσέ Μαρτί κατά της ισπανικής κατοχής έκανε τον ίδιο και τα λογοτεχνικά του έργα σύμβολα ανεξαρτησίας. Ο μοντερνισμός του επηρέασε την αφροκουβανική σχολή, με τα εθνικά χαρακτηριστικά και την προτίμηση στη μικρή φόρμα. Στη μεγάλη ξεχώρισαν τα μυθιστορήματα του Αλέχιο Καρπεντιέρ ή του Χοσέ Λεσάμα Λίμα (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το αριστούργημά του «Παράδεισος» από τον Ινδικτο). Η γυναικεία λογοτεχνία αναπτύχθηκε μετά το 1959, μακάρι όμως να μπορούσε να πει κάτι παρόμοιο κι ο ομοφυλόφιλος Ρεϊνάλντο Αρένας: ο συγγραφέας του «Πριν πέσει η νύχτα» κυνηγήθηκε από το καθεστώς. Το 1987 διαγνώστηκε με ΑIDS και λίγα χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε.

Κρατικός έλεγχος. Αγνωστο τι λένε σήμερα γι’ αυτόν. Πιο βέβαιο είναι ότι κρατικές σκηνές όπως το Studio Theatre βγαίνουν εκτός συνόρων ή ότι ανθούν τα εικαστικά: τα ρεπορτάζ δυτικών μέσων για ζωγράφους που πρέπει να γνωρίσουμε (Ουμπέρτο Ντίαζ, Κάρλος Καραϊκόα) για παλιότερους περιζήτητους (Βιλφρέδο Λαμ), για την Μπιενάλε του 2018, πληθαίνουν. Ανθεί και η μουσική, όχι πάντως λόγω δεινοσαύρων που καλωσορίζονται σαν το πνεύμα της αλλαγής. Οι σκιές δεν λείπουν: ο γκραφιτάς Ντανίλο Μαλδονάδο συνελήφθη εξαιτίας πανηγυρισμών για τον θάνατο του Κάστρο. Το μείγμα δημιουργικότητας, αποδοχής και ελέγχου που δεν έχει ακόμα εξατμιστεί, είχε ίσως αιτιολογηθεί καθαρότερα από τον ίδιο το Φιντέλ, σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Paris Review», όπου σχολίαζε την απουσία κριτικής στα μέσα: «Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πολλή» έλεγε. «Ενας εχθρός του σοσιαλισμού δεν μπορεί να γράψει στις εφημερίδες μας. Δεν το αρνούμαστε όμως, ούτε γυρνάμε δεξιά κι αριστερά διαλαλώντας μια ελευθερία ανύπαρκτη, όπως κάνετε εσείς».