Κοιτάζω μια φωτογραφία που γράφει στην πίσω όψη της: «Μαυροφόρες στο Δίστομο το 1945. Εναν χρόνο πριν μια μονάδα των Βάφεν-SS φόνευσε εκατοντάδες κατοίκους μέσα στα σπίτια τους». Κοιτάζω· κι εκείνο το είδος τρόμου που λέμε θυμό, πετάγεται σαν αγρίμι από τους παιδικούς εφιάλτες των γονιών μου και φωλιάζει βαθιά, σκοτεινά, μέσα μου. Κλείνω τα μάτια και βλέπω μόνο τα μάτια του: μάτια ζώου πληγωμένου αλλά σαν από θαύμα υπερήφανου μέσα στην απελπισία του. Νιώθω πως αναγνώρισε στα μάτια των γυναικών της φωτογραφίας εκείνο το μείγμα ανημποριάς και αλαζονικής αψηφησιάς απέναντι στην Ιστορία, το οποίο συνθέτει την ελληνική μοναδικότητα.
Αλλά είμαι ή οφείλω να είμαι ένας σύγχρονος Ευρωπαίος. Την ταυτότητα αυτή δεν μπορώ να την ανασύρω από τη σκοτεινή γωνιά τού μέσα μου αγριμιού, παρά μόνο σαν μία από τις πολλές όψεις της ταυτότητάς μου. Ξέρω όμως τις προδιαγραφές ενός σύγχρονου Ευρωπαίου. Τις έχουν διατυπώσει –όχι πάντα με τον πιο πολιτισμένο τρόπο –οι ομοεθνείς μου, οι οποίοι ασφυκτιούν στα στενά πλαίσια της πατρίδας τους.
Ο σύγχρονος Ευρωπαίος στοχεύει πάντα στην κατανόηση μεταξύ των λαών μέσα από την υιοθέτηση μιας Ιστορίας ξαναγραμμένης με νέο υπερεθνικό επιστημονικό πνεύμα. Για τον σύγχρονο Ευρωπαίο οι ιστορικοί λογαριασμοί και οι εθνικές ευαισθησίες είναι παιδιά του ανατολίτικου ανορθολογισμού. Ο Ευρωπαίος είναι ορθολογιστής, δεν παρασύρεται από τα συναισθήματα, δεν θυμώνει, έχει πάντα ευγενική συμπεριφορά, ακολουθεί απαρέγκλιτα το κοινωνικό πρωτόκολλο. Δεν είναι αναποτελεσματικά ξύπνιος, σβέλτος, ευρηματικός και παράφρων όπως ο Ελληνας, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που του θυμίζει το χάος της Ανατολής.
Ως σύγχρονος Ευρωπαίος, λοιπόν, αποτίνω κι εγώ τον φόρο τιμής στο ευρωπαϊκό πνεύμα, ακολουθώντας το δίδαγμα των μεγάλων φιλοσόφων της.
Ξεχνώ ό,τι ξέρω γι’ αυτή τη φωτογραφία. Η ευρωπαϊκή συνείδηση επιβάλλεται να είναι αυτοτελής, να βγαίνει από τον εαυτό της, να απορρίπτει κάθε ψυχολογικό περιεχόμενο, να αποβάλλει τη «φυσική» δογματική στάση προς την πραγματικότητα, προκειμένου να δει τα αντικείμενα στην καθαρή τους μορφή, στο καθαρό νόημά τους.
Τι βλέπω; Τέσσερις γυναίκες κάποιας ηλικίας να βαδίζουν αργά σε μια δημοσιά πλαισιωμένη από ξερολιθιά: χώμα και πέτρα που λες πως τιθασεύτηκαν μέσα στους αιώνες, από πρόχειρα αλλά πεισματικά ανθεκτικά υποδήματα βοσκών και ξωμάχων. «Κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο» θυμάμαι τον Ρίτσο. Προσπερνώ τη συναισθηματική αυτή παρεκτροπή. Λίγο πιο πίσω, τρία δέντρα, μοναχικά θα έλεγε κανείς, αν οι φυλλωσιές τους –παράδοξα πυκνές για το πέτρινο τοπίο –δεν έγερναν ελαφρά, δείχνοντας πως έχουν ανοίξει εκ τρυφερών κλαδιών κουβέντα με τον άνεμο. Ακόμα πιο πίσω, δυο – τρία σπίτια με ασπρισμένη τη λίθινη αρμογή τους και σκληρά δοκιμασμένες από τη βροχή, το χιόνι, τον ήλιο και τον άνεμο κεραμοσκεπές· κεραμοσκεπές, όχι λιγότερο αυστηρές από την πέτρα του τοπίου. Δίνουν τα σπίτια αυτά την εντύπωση φρουρών ενός κοπαδιού σπιτιών, που βόσκει οικογενειακή γαλήνη και ταραχή, χαρά και λύπη· ποιος ξέρει από πότε. Και στο βάθος δύο βουνά: ένα κοντινό, από πέτρα και θάμνο σαν πέτρα· κι ένα μακρινό, ουρανόμηκες, δασωμένο, με χιονισμένη ίσως ράχη. Ο τόπος είναι κλειστός, «όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα», θυμάμαι τον Σεφέρη. Προσπερνώ και αυτή τη συναισθηματική εκτροπή.
Επιστρέφω στις τέσσερις γυναίκες του πρώτου πλάνου. Είναι ντυμένες με χοντρά, φτενά φορέματα, πανωφόρια, μαντίλια και υποδήματα. Βαδίζουν. Για πού; Στα χέρια τους κρατούν αντικείμενα που τα συναντά κανείς στα μνήματα των ορθόδοξων χριστιανών: ένα καντηλάκι, ένα μπουκαλάκι –από δυσεύρετο φάρμακο ίσως –ένα μικρό τσίγκινο σκεύος που θυμίζει αρχαία ελληνική λήκυθο. Η συντροφιά δίνει έντονα την εντύπωση αρχαίου χορού. Ισως είναι η πήλινη υφή της παρουσίας τους. Μοιάζουν φτιαγμένες από το χώμα που πατούν. Στέκονται εκεί, ασάλευτες μέσα στην τελετουργική κίνησή τους, σαν αγάλματα, που ξεθάφτηκαν πριν από λίγο καιρό, κάπου εκεί κοντά. Πώς μοιάζουν με κείνα τα πήλινα ειδώλια από τον τάφο ενός νεαρού κοριτσιού, που βρέθηκε κοντά στο Μεσολόγγι! Γραμμές απλές, συγκρατημένη πλαστικότητα, μια αυστηρή, σκληροτράχηλη, καρτερικότητα, που έχει συνείδηση των στοιχειακών υλικών της: γη, βαρύς υγρός αέρας και χωνεμένη φωτιά· υλικά δουλεμένα πριν από χιλιάδες χρόνια για καλύψουν μια καρδιά συμπαγή, σαν πέτρα παρμένη από το κοντινό βουνό, ευσυγκίνητη –αλλά ακλόνητα ριζωμένη στην άνυδρη αιωνιότητα της πέτρας –σαν θάμνος παρμένος από το κοντινό βουνό· κι ωστόσο ουρανομήκη σαν το μακρινό βουνό. Και τα πρόσωπα! Προσωπεία από εκείνα που δείχνουν, αντί να κρύβουν το πρόσωπο. Μια Σίβυλλα, εικονισμένη από τον Μιχαήλ Αγγελο στην Καπέλα Σιστίνα, ένα αποτροπαϊκό προσωπείο από την Αίθουσα της Μέδουσας στο Μουσείο Καστέλου της Ρόδου, ένα νεκρικό προσωπείο από τη Σίνδο του 5ου π.Χ. αιώνα, ένα μυκηναϊκό νεκρικό προσωπείο του 16ου π.Χ. αιώνα. Και παντού «ήχος … ίδιος με τη μοναξιά μας … ίδιος με τα σώματά μας», θυμάμαι πάλι τον Σεφέρη. Δεν μπορώ πια να προσπεράσω. Το μέσα μου αγρίμι εκλιπαρεί, ζητάει μια φωλιά στον κόσμο αυτό, στον κόσμο που η καθαρή του μορφή και το καθαρό νόημά του είναι ανάγλυφα στη μορφή και στο νόημα της παρουσίας των ανθρώπων του. Θυμάμαι τον Σοφοκλή, την Ηλέκτρα του: «Κι έμεινα εγώ, πατέρα μου, μονάχη να θρηνώ τον άδικο και άνανδρο, πανάθλιο θάνατό σου. Μόνον εγώ· άλλος κανείς. Σε ξέχασαν πατέρα. Μα όσο έχει τ’ άστρα της η νύχτα κι όσο βγαίνει ο ήλιος, δεν θα στερηθεί εμένα το κατώφλι σου».
Ναι, είμαι σύγχρονος Ευρωπαίος, αλλά μπορώ να ξεχωρίζω την αθανασία από τη θνητότητα· τη ζωή και τον θάνατο σαν έργα τέχνης από τη ζωή και τον θάνατο σαν ευτελή, φθαρτά αντικείμενα.
Οι γυναίκες αυτής της φωτογραφίας ανήκουν στην Ιστορία μου, οι ολετήρες του Διστόμου ανήκουν στη θνητότητα, την ευτέλεια, τη φθαρτότητά τους· σε τίποτα, δηλαδή –καν στο παρμενίδειο μη ον. Αυτό λέει ετούτη η φωτογραφία.