Πάλι βρέχει… έρχεται και ξανάρχεται στα χείλη μου το μελωδικό ποίημα του Απόστολου Μελαχροινού, έξοχο δείγμα της συμβολιστικής ποίησης του Μεσοπολέμου. Γιατί άραγε σκέφτομαι η βροχή, τουλάχιστον στον αστικό μας κόσμο είναι μια μελαγχολική, θλιβερή, συχνά τραγική εμπειρία που διαρρέει και την ποίηση. Δεν είναι έτσι με τη βροχή στον κάμπο και στις αγροτικές περιοχές, ούτε βέβαια στις υποσαχάριες χώρες που οι μάγοι κάνουν τελετές να βρέξει και οι άνθρωποι εκεί περιμένουν τον ουρανό να δακρύσει για να δουν χαμόγελο στα χείλη τους.

Αλλά η βροχή στις πόλεις έχει δώσει εκατοντάδες συμβολικές εικόνες και χιλιάδες θλιμμένα αισθήματα στην καθημερινή αλλά και στη λογοτεχνική ζωή.

Πάντα η βροχή και στον ρομαντισμό και στον συμβολισμό και στις παραφυάδες τους είναι σύμβολο και έκφραση μελαγχολίας, θλίψης, κατάθλιψης, αρρώστιας, αγωνίας αλλά και αιθρίας (μετά τη βροχή), κάθαρσης.

Είναι ένα σύμβολο π.χ. που λείπει τελείως από τον Ομηρο και τους τραγικούς. Εκεί όταν βρέχει ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη φύση ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται, ως κακό ή καλό. Είναι μια φυσική εκδήλωση και αντιμετωπίζεται με άμυνα, προστασία ή χαρά. Στην Οδύσσεια συχνά καταιγίδα χτυπάει το καράβι ή ο κολυμβητής έρχεται να αντιπαλέψει με θηριώδη κύματα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα έρμαιη σε θυελλώδεις ριπές κατακλυσμού. Και ο αγρότης ευλογεί τον ουρανό όταν στέλνει την ποτιστική βροχούλα να φτάσει βαθιά στις ρίζες της σποράς ή καταριέται τον καιρό όταν πλημμυρίζει το χωράφι και πνίγει τον καρπό μόλις σκάει στον μίσχο.

Στις πόλεις όμως, είτε στα μέγαρα των πλουσίων είτε στις παράγκες των φτωχών η βροχή, σε κάθε κλίμακα (καταιγίδα, θύελλα, καταρράκτης, ψιλόβροχο κ.λπ.) προξενεί ψυχικές αντιδράσεις ανεξάρτητα από τις βλάβες που μπορεί να φέρει στο φυσικό τοπίο ή τη σοδειά.

Η βροχή λειτουργεί ως μεταφορά πλέον. Συμβολίζεται σαν συναισθηματική υγρασία, σαν δάκρυ της φύσης, σαν απεικόνιση στο φυσικό πλαίσιο των ανθρώπινων αισθημάτων και των καταθλιπτικών συνδρόμων.

Η βροχή, η καταιγίδα, η θύελλα, η βροχούλα η επίμονη, οι καταρράκτες τ’ ουρανού προκαλούν λογοτεχνικά συναισθηματικά τοπία και όχι σπάνια παίρνουν και τον χαρακτήρα μηνυμάτων του θείου, της μοίρας ή και της ιστορίας, ως προάγγελος δεινών, θλίψεων, πένθους και θανάτου.

Αυτού του είδους η συμβολική της βροχής πήρε τεράστια ευρηματική διέξοδο με τον ρομαντισμό. Ενα ολόκληρο λογοτεχνικό κίνημα ονομάστηκε «θύελλα και ορμή» όπου θριάμβευσαν ο Γκαίτε, η Λέσιγκ, ο Σίλερ, ο Χέντερλιν, ο Μπίχνερ.

Πίσω τους μαίνονταν η «Καταιγίδα – Τρικυμία» του Σαίξπηρ και μετά απ’ αυτούς η «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ, η «Θύελλα» του Οστρόφσκι, η «Βροχή» του Μομ έως τον κατακλυσμό που αποκλείει σε μια νέα κιβωτό τους δύο κλόουν του Μπέκετ στο «Τέλος του παιχνιδιού».

Στους συγγραφείς του Βορρά η βροχή είναι πάγιο σκηνικό και συνάμα σύμβολο μιας υπαρξιακής υδαρούς ψυχολογικής κατάστασης. Θυμηθείτε τα φιλμ του Μπέργκμαν και τα ποιήματα των Αγγλων και των Αγγλίδων της βικτωριανής μελαγχολίας.

Το πρώτο ποίημα που μετέφρασα από τα γαλλικά στα 15 χρόνια μου και δημοσιεύτηκε στη «Φιλολογική Βραδυνή», μαθητής τότε στη Λαμία (διευθυντής του ενθέτου ο Λαμιώτης Μπάμπης Κλάρας), ήταν το ποίημα του Βερλέν: «Βρέχει στην πόλη όπως κλαίει η καρδιά μου, ποια είναι αυτή η θλίψη που μου περονιάζει την ψυχή;».

Βουλιάζαμε στην εφηβική μελαγχολία; Ναι, βγαίναμε από τον Εμφύλιο, με πατεράδες στην εξορία, με μανάδες να πολεμάνε να βρουν τον επιούσιον άρτο, με τον χωροφύλακα στην πόρτα μας και τον κατηχητή της Κυριακής στους εφιάλτες μας και με ήρωες δασκάλους να μας μυούν συνωμοτικά στην αλήθεια. Ηταν τότε που ανακαλύπταμε τους ποιητές του μεταπολέμου, τα βροχερά ψυχικά τοπία του Εγγονόπουλου, του Μήτσου Λυγίζου, του Λειβαδίτη, του Δημάκη, του Σινόπουλου, του Δούκαρη, του Σαχτούρη. Και βέβαια την τρομερή προτροπή του Κατσαρού: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία»!

Οταν ήρθαμε στις αρχές του ’50 στην πρωτεύουσα για σπουδές και κατοικήσαμε σε υπόγεια ή συγγενικά σπίτια όπου κοιμόμαστε στρωματσάδα στο ίδιο δωμάτιο έξι και οκτώ συγγενείς εκεί πίσω από το Νοσοκομείο Συγγρού που άρχιζαν οι παράγκες της Καισαριανής και με τις βροχές του φθινοπώρου οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν αδιάβατοι και από το Αλσος Συγγρού πλημμύριζαν στα στενά από τους ορμητικούς χειμάρρους, ο Ιλισός που ακόμη τότε διέσχιζε επί αιώνες την πόλη της Αθήνας φούσκωνε και για να περάσει κανείς απέναντι να πάει στο σπίτι του έπρεπε να βρει μια γεφυρούλα κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

Τότε εκεί που σήμερα είναι το Χίλτον είχε εγκαταστάσεις το Ιππικό και πλέον ο Ιλισός κατέβαζε και τα βιολογικά απορρίμματα των φοράδων.

Τότε και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τη μελαγχολία των στίχων του Τέλλου Αγρα, του Καρυωτάκη, της Μυρτιώτισσας, του Αρη Δικταίου.

Αλλά και το ελληνικό τραγούδι, λαϊκό και «έντεχνο», το σύμβολο της βροχής ακολουθεί τις σημάνσεις της λογοτεχνίας. «Συννέφιασε, συννέφιασε ψιλή βροχούλα έπιασε», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου».

Ο αείμνηστος Θόδωρος Αγγελόπουλος στις ταινίες του ανέτρεψε τελείως την αιθρία που θέλει η παράδοση να χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Τα πλάνα του που μας κατοικούν είναι βροχερά τοπία, συννεφιές, βαριά μελαγχολία της ιστορίας και του αιώνα μας.

Μια υγρασία που συντηρεί την ιδεολογική μούχλα και τη θλίψη προσώπων και πραγμάτων.

Πουλάμε ήλιο στους τουρίστες αλλά περπατάμε συνεχώς ασκεπείς μέσα στη θύελλα των παθών μας και στην καταιγίδα των λαθών μας. Αλλού η βροχή είναι ευλογία αλλού είναι θεομηνία. Σε μας κατήντησε λασπουριά, βούρκος και κατήφεια.

Αλήθεια, το έχετε προσέξει. Σε καμία, μα καμία τραγωδία δεν υπάρχει καν μνεία βροχής!

ΥΓ: Στο κείμενό μου για τα μονόπρακτα του Καμπανέλλη ο δαίμων παράλειψε το όνομα του σκηνοθέτη Γ. Γιανναράκου, που τη δουλειά του είχα επαινέσει.