Ανάμεσα στον Σαββόπουλο και στους σαββοπουλικούς δεν υπήρξε ποτέ καμία συμμετρία. Ο βάρδος προσπερνούσε –πότε από τα αριστερά και πότε από τα δεξιά –παρά καθοδηγούσε το κοινό του.
Αυτή η ικανότητά του χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας που ξεκίνησε πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, όταν ο Σαββόπουλος ηχογράφησε –μόνο κιθάρα και βραχνάδα –τον πρώτο του μεγάλο δίσκο.
Από το «Φορτηγό» –που εορτάζει αυτές τις ημέρες ξανατραγουδισμένο από τον δημιουργό του τα πεντηκοστά του γενέθλια –και για τις τέσσερις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς τραγουδοποιός. Ηταν χρονογράφος και σεισμογράφος της μεταπολιτευτικής περιπέτειας, γράφοντας για όλα. Για τα μεγάλα στη σκηνή της ιστορίας –την Αριστερά, τη μαρτυρική και τη συμβιβασμένη, την κουλτούρα της πασοκικής εικοσαετίας, την Κύπρο. Αλλά και για τον παλμό τής μέσα ζωής –τα καλοκαίρια, τις παρέες, τα κορίτσια.
Αυτό το corpus με το απαράμιλλο εύρος του, κατά πλάτος και κατά βάθος, δεν συνιστά ακριβώς εθνικό αφήγημα. Συνιστά μάλλον τις λοξές σημειώσεις στο περιθώριο του αφηγήματος, που, σε συνδυασμό με τη σκηνική ακτινοβολία, έδωσαν στον σχολιαστή περιωπή ομιλούσας συλλογικής τύψης –σαν τον εξάγγελο του τραγουδιού που ραπίζει, αντί να χαϊδεύει αφτιά. Σε κάθε στραβή, ο Σαββόπουλος ήταν μέσα στα πέντε – έξι πρόσωπα που περίμενες ότι θα αρθρώσουν τα δυσάρεστα μαντάτα.
Τελικά, για καλό ή για κακό, ο ώριμος Σαββόπουλος κατάφερε να υποσκάψει και αυτό τον ρόλο. Πάνω στον βρασμό της κρίσης, όταν σχεδόν όλους τους νεότερους ομότεχνούς του τούς έπαιρνε ο συρμός του θυμού, εκείνος φάνηκε ότι είχε χάσει την όρεξή του να παίξει τον αιρετικό. Κορυφαίο παράδειγμα οι σχεδόν ίσες αποστάσεις του στο δημοψήφισμα, όταν το μόνο που βρήκε να πει ήταν «όχι στον διχασμό». Δεν έμεινε ακριβώς σιωπηλός. Απλώς, μεταξύ των λόγων του και της γλώσσας του είχε εγκατασταθεί πλέον ένα φίλτρο αυτοπροστασίας. Το φίλτρο που φορούν τα «εθνικά κεφαλαία» για να μη σπαταληθούν.
Δεν είναι υπερβολικό να ζητάει κανείς από τον Σαββόπουλο να έχει παρεμβατικό δημόσιο λόγο, όταν πια δεν γράφει ούτε τραγούδια; Αλλωστε, δεν δικαιούται πια κανείς να γκρινιάζει ότι τάχα «δεν μιλούν οι διανοούμενοι». Η φιλολογία της κρίσης κατακλύζεται με τόμους και τόμους –πάνω από πέντε μέσα στον τελευταίο μήνα –και την αντίστοιχη πλημμυρίδα σοφίας σε εκπομπές και παρουσιάσεις βιβλίων. Εχουμε πήξει στη διάγνωση. Τι περιμένουμε δηλαδή από εκείνον που προφητικά είχε κάνει το χρέος του, όταν έδειχνε το «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων»;
Τουλάχιστον, ο Σαββόπουλος δεν έκανε αυλή. Δεν έκανε εκκλησία ή κόμμα, όπως άλλοι συνάδελφοί του με πείρα –συγνώμη, που τους αποπήρα. Τουλάχιστον επιβεβαίωσε τον κανόνα ότι κανένας άνθρωπος με αίσθηση του χιούμορ δεν καταλήγει φανατικός.
Μπορεί να μη γράφει νέα τραγούδια, αλλά τουλάχιστον φροντίζει τα παλιά του, όχι σαν λειψανοφύλακας, αλλά σαν ακάματος κηπουρός.
Oπως είχε γράψει κι ένας αρχαίος του συνάδελφος, ο Σαββόπουλος εκοπίασε κράζων. Εβραγχίασε ο λάρυγξ του. Τα άγραφα σαββοπουλικά αριστουργήματα της κρίσης δεν είναι δική του ευθύνη.