Πουθενά αλλού στον κόσμο –με την εξαίρεση ίσως του Μαϊμάμι και κάποιων χωρών της Λατινικής Αμερικής –ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο δεν απασχόλησε τόσο την κοινή γνώμη όσο στην Ελλάδα.
Δεν αναφέρομαι μονάχα στα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά αφιερώματα, τα οποία φιλότιμα επικαιροποιούσαν οι δημοσιογράφοι επί δεκαετίες. (Για κάθε επιφανή ηγέτη ή καλλιτέχνη υπάρχουν έτοιμες νεκρολογίες, που περιμένουν στωικά «στο ψυγείο» την αναγγελία του θανάτου του για να δημοσιευτούν, ώστε να μην τρέχουν οι εφημερίδες την τελευταία στιγμή…)
Μιλάω για τον χαμό που έγινε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τους καβγάδες που ξέσπασαν διαδικτυακά. Για τις φιλίες που δοκιμάστηκαν πάνω στο ερώτημα αν ο Κάστρο υπήρξε ρομαντικός επαναστάτης, στυγνός τύραννος ή και τα δύο. Το ξόδι του Κομαντάντε επισκίασε την εκδημία του δικού μας προέδρου Κωστή Στεφανόπουλου, ακόμα και του –πολιτογραφημένου Υδραίου –ιδιοφυούς Λέοναρντ Κοέν. Θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας αλλά και η πλειονότητα των Ελλήνων άφησε κατά μέρους τα πιεστικά προβλήματά της και έσπευσε νοερά στην Κούβα, για να προσκυνήσει ή για να φτύσει τη σημαιοστόλιστη σορό.
Γιατί όμως;
Εικάζω ότι στη συνείδησή μας –κυρίως δε στο ασυνείδητό μας –ο Φιντέλ Κάστρο σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από μια πολιτική φυσιογνωμία σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που –ζυμωμένοι από κούνια με τους θρύλους μας, τους αρχαιοελληνικούς, τους βυζαντινούς και τους πιο σύγχρονους –έχουμε μάθει να λατρεύουμε και να απεχθανόμαστε.
Γεννημένος αριστοκράτης και παρίας συγχρόνως, από πατέρα γαιοκτήμονα και μάνα υπηρέτρια σαν τον Διονύσιο Σολωμό. Μεγαλωμένος στα πούπουλα, απείθαρχος εν τούτοις, πνεύμα αντιλογίας στα ιερά και τα όσια της κοινωνικής του τάξης. Αριστος μαθητής –«…ήταν δεκαοχτώ χρονών μα είχε γερόντου γνώση…» τον βιογραφεί ο Βιτσέντζος Κορνάρος στον «Ερωτόκριτο». Αθληταράς επίσης, αντράκι πριν χνουδιάσουν ακόμα τα μάγουλά του.
Στα είκοσι πέντε του τα έβαλε ως άλλος Αϊ-Γιώργης με τον δράκο της Κούβας, τον Φουλχένσιο Μπατίστα. Στα τριάντα πέντε αναμετρήθηκε με τον Γολιάθ των ΗΠΑ. Κινδύνεψε αμέτρητες φορές να γίνει Λεωνίδας ή Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Εχασε –όπως ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο –τον σύντροφό του Τσε Γκεβάρα, άσχετο αν ο ίδιος τον έστειλε ουσιαστικά στον θάνατο. Εζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, είδε να παίρνει ο κόσμος ίσιες και ανάποδες στροφές, τα κόκκινα παλάτια να γκρεμίζονται, τις ψηφιακές αυτοκρατορίες να αναδύονται από το μηδέν, από τα εφηβικά δωμάτια του Μπιλ Γκέιτς και του Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Στα ενενήντα του είχε γίνει ένα απολίθωμα, είχε τη μνήμη της πέτρας.
Με το πιστόλι στη ζώνη και το Ρόλεξ στον καρπό, ο Φιντέλ Κάστρο συνδύαζε τις δύο εικόνες που πατροπαράδοτα μας συναρπάζουν: του αντάρτη και του άρχοντα, του Αρη Βελουχιώτη και του Αριστοτέλη Ωνάση. Τα πούρα, τα υποβρύχια ψαρέματά του, οι μύριες ερωτοδουλειές του, του έδιναν αύρα Δία Νεφελεγηρέτη.
Ποιος δεν θα λαχταρούσε να τον πάρει ο Φιντέλ με μια παλιά Κάντιλακ και να τον ξεναγήσει στις φυτείες, όπου το ρούμι ξεχειλίζει, τα πιτσιρίκια χορεύουν σάλσα και οι μουλάτες τυλίγουν –υποτίθεται –φύλλα καπνού στους μηρούς τους;
Και ποιος που στέκει στα λογικά του, θα αντήλλασσε ποτέ την ξενέρωτη –και ζορισμένη εσχάτως –καθημερινότητα της ευρωπαϊκής Ελλάδας με τον διαρκή τρόμο, τον αποκλεισμό, τη στέρηση και το όψιμο ξεπούλημα της επαναστατικής Κούβας;
Οι μύθοι λειτουργούν από την ασφάλεια της απόστασης. Ο καπετάν Μιχάλης είναι υπέροχος όταν διαβάζεις τα ανδραγαθήματά του, φρικτός αν τον είχες πατέρα. Ο ποιητής Πολ Ελιάρ παρασημοφορήθηκε από τους κομμουνιστές στον Γράμμο, όταν όμως οι βόμβες ναπάλμ διέλυαν τον Δημοκρατικό Στρατό, εκείνος μηρύκαζε τη συναρπαστική εμπειρία του στα καφενεία του Παρισιού. Οποτε περνάει η κηδεία ενός ήρωα, εμείς σκύβουμε μεν τα κεφάλια με δέος, φτύνουμε δε τον κόρφο μας που παραμένουμε –μέσα στη μετριότητά μας –ζωντανοί.
«Αλλο να συνθέτεις canto κι άλλο να σου λένε “κάν’ το!”» γράφει σοφά ο Μανόλης Αναγνωστάκης.