Τίποτα ευκολότερο από το να τοποθετήσεις τον Φιδέλ Κάστρο στο πάνθεο των μεγάλων επαναστατών ή να τον εγγράψεις στο δαιμονολόγιο των στυγνών δικτατόρων. Υπήρξε προφανώς και τα δύο. Είναι ζήτημα ιδεολογικής προδιάθεσης σε ποια από τις δύο ιδιότητες θα επιτρέψεις να επισκιάσει την άλλη. Εύκολο είναι επίσης να τον περιγράψεις ως αντιφατικό. Ολες οι ηγετικές μορφές στην Ιστορία ήταν αντιφατικές και αν δεν το είχαν στον χαρακτήρα τους τις έκαναν έτσι οι συνθήκες. Το ερώτημα είναι γιατί ο Κάστρο κατόρθωσε κάτι που δεν αξιώθηκαν ούτε ο Λένιν ούτε ο Μάο ούτε ο Χο Τσι Μινχ ούτε βέβαια ο Στάλιν: να σαγηνεύει για πολύ καιρό σε όλο τον κόσμο, με τρόπο σχεδόν ερωτικό, ακόμη και ανθρώπους που δεν έτρεφαν συμπάθεια για το καθεστώς του ή γενικά για τον κομμουνισμό. Τον ξεπέρασε σε αυτό μόνο ο Τσε Γκεβάρα, ο σύντροφός του εν όπλοις, που όμως σκοτώθηκε νωρίς ως επαναστάτης και ο μύθος του δεν οξειδώθηκε από την άσκηση κρατικής εξουσίας.
Καθώς ανήκω σε μία από τις δύο ή τρεις γενιές που ένιωσαν ισχυρότερα αυτή τη σαγήνη, έχω ίσως το αναδρομικό πλεονέκτημα (αναδρομικό επειδή βγαίνει από την ύστερη αυτοεξέταση) να καταλαβαίνω τις αιτίες της καλύτερα από εκείνους που την αποδίδουν απλώς σε αφέλεια, ιδεοληψία ή ιδεολογική μόδα μιας εποχής –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπαιξαν ρόλο και τέτοιοι παράγοντες.
Ενας επιφανής μπολσεβίκος, ο Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ (ανταγωνιστής του Λένιν για την ηγεσία της φράξιας), είχε κάνει την εκπληκτική πρόβλεψη ότι η επανάσταση που θα ανέτρεπε το αστικό καθεστώς έπειτα από έναν μακροχρόνιο πόλεμό του θα κληρονομούσε και θα έχτιζε πάνω σε έναν κρατικοποιημένο, γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Είχε δίκιο, όπως αποδείχτηκε. Στη διάγνωσή του αυτή βρίσκεται η ρίζα της διαφοράς της κουβανικής επανάστασης από άλλες κομμουνιστικές. Ο Κάστρο δεν υφάρπαξε την εξουσία όπως ο Λένιν, με κάτι που ήταν ουσιαστικά πραξικόπημα. Ούτε ηγήθηκε, όπως ο Μάο, ενός μεγάλου αγροτικού στρατού που έκανε πολύχρονο επαναστατικό πόλεμο μέσα στον «αστικό» πόλεμο. Η δική του επανάσταση θύμιζε περισσότερο τον Κορτές και τους κονκισταδόρες του, ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή, από το Μεξικό στην Κούβα. Μια χούφτα καραβοτσακισμένοι τολμητίες που ξεβράστηκαν στην ακτή πήραν τα βουνά στρατολογώντας μαχητές εναντίον ενός τυραννικού και διεφθαρμένου καθεστώτος και μέσα σε δύο χρόνια, χωρίς κομματικές δομές για στήριξη, χωρίς εξωτερική βοήθεια, νίκησαν.
Ας σκεφτούμε τι σήμαινε αυτό για το φαντασιακό εκατομμυρίων ανθρώπων παντού. Κοινωνικός ουτοπισμός, ρομαντικές επαναστατικές εικόνες, πίστη στη δύναμη της ατομικής θέλησης, ανδραγαθήματα βγαλμένα λες από περιπετειώδη μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, προαιώνιοι μύθοι για τον αγώνα του Καλού με το Κακό, του Δαβίδ με τον Γολιάθ, όλα αυτά συμπυκνώθηκαν σε μια θριαμβική ιστορική στιγμή, συμβολισμένη από έναν άνθρωπο που θαυμάστηκε περισσότερο ως παράδειγμα ηρωικής δράσης παρά ως πολιτικό πρότυπο. Ο Líder Máximo έγινε γρήγορα μισητός σε πολλούς, Κουβανούς και μη, αλλά ο comandante γοήτευε πιο μόνιμα περισσότερους. Καταλαβαίνοντας τι του επιφύλασσαν τα δηλητήρια της εξουσίας, ο Κάστρο επέμενε μέχρι τέλους να υπογραμμίζει, με την αντάρτικη γενειάδα του και την απέριττη στολή εκστρατείας, τον δεύτερο ρόλο, κι ας τον είχε αφήσει πίσω του προ πολλού.
Μερικοί εκτιμούν ότι χωρίς το αμερικανικό εμπάργκο ο Κάστρο δεν θα είχε πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας και ίσως το καθεστώς του δεν θα είχε γίνει καν κομμουνιστικό. Μπορεί να έχουν δίκιο, αυτό όμως μικρή σημασία έχει από την άποψη των πολιτικών ελευθεριών. Δεν χρειάζεται να είσαι κομμουνιστής για να φυλακίζεις αντιφρονούντες, απλώς διαφωνούντες ή ομοφυλόφιλους. Κάθε επανάσταση, ιδίως εμφύλια, που έγινε εξουσία δεσμεύεται από τον μύθο της και δεν ανέχεται ό,τι υποψιάζεται ως απόπειρα υπονόμευσής του. Με ή χωρίς κομμουνισμό, η κουβανική επανάσταση θα είχε εκφυλιστεί σε τυραννία.
Γι’ αυτό η εικόνα του γηραιού δικτάτορα Κάστρο με περιβολή και γένια guerrillero έχει κάτι το σκοτεινό. Υπενθυμίζει ότι οι ουτοπιστές καταλήγουν δολιοφθορείς των ουτοπιών για τις οποίες πολέμησαν.