Αν σε κάτι συμφωνούν όλες οι αναλύσεις είναι ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια φάση αβεβαιότητας. Κάποιοι χαίρονται γι’ αυτό –οι πάσης φύσεως εθνικιστές, οι ακροδεξιοί, οι ποικιλόχρωμοι «απομονωτιστές» που θεωρούν την παγκοσμιοποίηση αιτία όλων των κακών. Οι περισσότεροι ανησυχούν και κάποιοι φοβούνται. Κυρίως στις χώρες που κινδυνεύουν, σε περίπτωση ριζικής υποτροπής των διεθνών ισορροπιών, να βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα ή παρέα με δύστροπους γείτονες. Ανάμεσα σε αυτές η Ελλάδα.
Στο επίκεντρο της αβεβαιότητας βρίσκονται και πάλι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η εκλογή του Τραμπ είναι σαν το πολιτικό αντίστοιχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Οπως εκείνη ξέσπασε στις ΗΠΑ και εξακτινώθηκε σε όλο τον πλανήτη, έτσι και η αλλαγή Τραμπ θα προκαλέσει ένα κύμα πολιτικών αναταράξεων. Οπως η χρηματοπιστωτική κρίση χτύπησε σε διαφορετικό βαθμό τις επιμέρους χώρες και εξελίχτηκε με διαφορετικό τρόπο ανά περιοχή, έτσι και η πολιτική αλλαγή Τραμπ θα έχει διαφοροποιημένες επιπτώσεις. Οι προβλέψεις γι’ αυτές τις επιπτώσεις γίνονται προς το παρόν με παραπειστικό τρόπο. Πολώνονται μεταξύ μιας καταστροφικής εκδοχής και μιας καθησυχαστικής που υποστηρίζει ότι ο Τραμπ θα κάνει τη γνωστή «κωλοτούμπα» και θα προσαρμοστεί στην «πεπατημένη». Το πιθανότερο είναι η πραγματικότητα να κινηθεί στη μέση.
Η νέα διακυβέρνηση Τραμπ δεν μπορεί παρά να ανταποκριθεί ώς έναν βαθμό στις υποσχέσεις που έδωσε για μια ορισμένη εθνική αναδίπλωση. Αυτή τη φιλοσοφία του «απομονωτισμού» ασπάζεται, άλλωστε, μεγάλο μέρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Από την άλλη, όμως, η Αμερική είναι τόσο συνυφασμένη με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και με όλους σχεδόν τους διεθνείς οργανισμούς, ώστε η «απόσυρσή» της να συνεπάγεται βαρύ ώς απαγορευτικό κόστος για την ίδια. Αυτή η ενδιάμεση πρόβλεψη δεν είναι καθόλου παρηγορητική. Σημαίνει μια αντιφατική, συγκεχυμένη και σπασμωδική πολιτική των ΗΠΑ στον διεθνή στίβο κι επομένως έναν κόσμο αστάθειας και αβεβαιότητας. Το έχουμε ζήσει σε μικρογραφία στην Ελλάδα. Η «κωλοτούμπα» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προκάλεσε ένα τεράστιο οικονομικό κόστος στη διετία 2015-16 και συνεχίζει με την αναποτελεσματικότητα μιας άπειρης κυβέρνησης που εφαρμόζει πολιτικές για τις οποίες δεν είχε προετοιμαστεί πολιτικά και προγραμματικά.
Αυτό που αποκλείεται, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια ομαλή «ελεγχόμενη απο-παγκοσμιοποίηση» υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ του Τραμπ. Κάτι δηλαδή σαν συναινετική και ομαλή προσγείωση σε μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων περισσότερο εθνοκεντρική. Η μόνη μορφή απο-παγκοσμιοποίησης που μπορούν να επιτύχουν οι ανερχόμενες δυνάμεις της Ακροδεξιάς και του εθνικιστικού συντηρητισμού θα είναι συγκρουσιακή, θα αναβιώσει τη λογική των σφαιρών επιρροής και θα προκαλέσει σειρά περιφερειακών εντάσεων, αν όχι ανοιχτών κρίσεων. Είναι επίσης αυταπάτη η ελπίδα που τρέφουν κάποιοι αριστεροί θιασώτες της απο-παγκοσμιοποίησης ότι έτσι θα γίνει δυνατή η αναβίωση του προοδευτικού συμβολαίου ανάπτυξης που είχε λειτουργήσει στη μεταπολεμική Δύση. Με άλλα λόγια, ότι θα ενεργοποιήσει και πάλι τον «χρυσό κύκλο» όπου η ανάπτυξη με καθοριστική συμβολή του εθνικού κράτους θα συνδυάζεται με την ενδυνάμωση των μηχανισμών της κοινωνικής προστασίας. Το πιθανότερο είναι να συμβεί το αντίθετο. Η εποχή της εθνοκρατικής αναδίπλωσης υπό την ηγεμονία των ακροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων, αν επικρατήσουν, θα οδηγήσει σε ένα μείγμα εθνικών πολιτικών στο οποίο θα συνυπάρχουν ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο πολιτικός αυταρχισμός και ο πολιτισμικός συντηρητισμός.
Από την άλλη, είναι πλέον βέβαιο ότι οι μεγάλες πολιτικές κουλτούρες που συνδιαμόρφωσαν τη μεταπολεμική δυτική δημοκρατία –συντηρητικές, φιλελεύθερες, αριστερές -, αν δεν θέλουν να καταγράφουν τη μια ήττα μετά την άλλη, οφείλουν να ανασυνταχθούν ιδεολογικά και προγραμματικά με άξονα την ανάγκη μιας συναινετικής και δημοκρατικής ρύθμισης της παγκοσμιοποίησης. Η ολιγωρία σημαίνει κατά κράτος ήττα. Η συνέχιση του παρόντος οδηγεί πλέον στο παρελθόν και όχι στο μέλλον. Κριτήρια της ρύθμισης είναι η μείωση των ανισοτήτων, η διάσωση του περιβάλλοντος, η πολιτισμική και υπαρξιακή ασφάλεια των λαϊκών κυρίως στρωμάτων. Και για να είναι η ρύθμιση συναινετική πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή των εθνών-κρατών στον σχεδιασμό της νέας φάσης, αν και προφανώς καθοριστικός παράγοντας θα είναι η συμφωνία των μεγάλων χωρών.
Στη νέα εποχή που έχουμε εισέλθει, αναδιατυπώνονται τα διακυβεύματα και αναδιατάσσονται οι γραμμές της αντιπαράθεσης. Το παραδοσιακό περιεχόμενο της αντίθεσης Δεξιάς – Αριστεράς υποβαθμίζεται χωρίς να ξεπερνιέται. Ταυτόχρονα έρχεται σε πρώτο πλάνο η αντιπαράθεση των δυνάμεων της εθνοκρατικής αναδίπλωσης και της συγκρουσιακής απο-παγκοσμιοποίησης από τη μια και οι δυνάμεις που θα επιδιώξουν τη συναινετική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης από την άλλη. Καθένα από τα δύο αυτά μέτωπα περιλαμβάνει ετερόκλητες δυνάμεις. Το βλέπουμε στην Ελλάδα, η οποία εδώ και καιρό διαπερνάται από τις νέες γραμμές αντιπαράθεσης. Είναι πολύ πιθανό η νέα δυναμική να προκαλέσει στο προσεχές μέλλον έντονες αποκλίσεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Να ενθαρρύνει δηλαδή τις αντιευρωπαϊκές και αντιδυτικές διαθέσεις του με το επιχείρημα ότι έτσι κι αλλιώς η Ενωμένη Ευρώπη και το ευρώ πνέουν τα λοίσθια, επομένως ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα ακολουθώντας τη γενική τάση της εθνικής αναδίπλωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Στην οικονομική αδυναμία έρχεται να προστεθεί όλο και πιο ανησυχητικά ο γεωπολιτικός κίνδυνος. Ο εκρηκτικός συνδυασμός είχε παρουσιαστεί εδώ και αρκετό καιρό. Στον νέο όμως κόσμο της αβεβαιότητας ο κίνδυνος είναι απτός καθώς τίθενται εν αμφιβόλω όλες οι βασικές σταθερές του εξωτερικού περιβάλλοντος –του παγκόσμιου, του ευρωπαϊκού, της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Δυστυχώς, όμως, αν έξω πάμε κακά, μέσα πάμε χειρότερα. Είναι προφανές ότι έναντι της αβεβαιότητας του περιβάλλοντος θα χρειαζόταν η ενίσχυση της εθνικής συνοχής και η αποσυμπίεση της εκρηκτικής πόλωσης που εδώ και χρόνια έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα. Οι πιθανότητες όμως να ανασυνταχθεί η εθνική πολιτική ζωή είναι εξαιρετικά περιορισμένες, καθώς βιώνουμε μια πραγματική αντίφαση. Από τη μια, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει μια διχαστική ρητορική, είτε γιατί μόνο αυτή ξέρει είτε γιατί η επίκληση του «εχθρού» είναι το μόνο ενοποιητικό στοιχείο της είτε γιατί μόνο έτσι μπορεί να συγκαλύψει την απουσία πολιτικής. Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιμετωπίζουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σαν πολιτικούς απατεώνες που ανέβηκαν στην εξουσία με όπλο το ψεύδος και τη βία κατά των αντιπάλων τους. Κατά τούτο δεν είναι διαθέσιμα να κάνουν δώρο στην κυβέρνηση μια κάποια συναίνεση και θεωρούν την ανατροπή της κυβέρνησης προϋπόθεση για μια μελλοντική εξομάλυνση του κομματικού ανταγωνισμού.
Ετσι λοιπόν, όπως συμβαίνει από την αρχή της κρίσης, η πολιτική εξακολουθεί να αποτελεί την καρδιά της ελληνικής κρίσης και την αιτία που η Ελλάδα μένει για έκτο χρόνο σε Μνημόνιο. Μέχρι τις επόμενες εκλογές αυτή η αντίφαση είναι δύσκολο να λυθεί. Μόνο μια μεγάλη, άμεση και απότομη καταστροφή μπορεί να ενισχύσει την εθνική συνοχή. Ελπίζουμε να μη συμβεί.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου