Για να φθάσω στο γραφείο, περνάω από τους παράδρομους μιας μεσοαστικής συνοικίας. Σειρές πολυκατοικιών, χτισμένες οι περισσότερες στις δεκαετίες του 1960 και 1970, από εκείνες με τις στριμωγμένες εισόδους ώστε να αφήνουν στο ισόγειο χώρους ελεύθερους για μαγαζιά. Την εβδομάδα που μας πέρασε, σε μπαλκόνι μιας από αυτές ανέμιζε η σημαία της Κούβας, προφανώς εις μνήμην του Κάστρο. Πάνω ακριβώς από ένα σουβλατζίδικο με έναν υπερμεγέθη ψεύτικο γύρο από χαρτόνι στην είσοδό του. Αυτή η «συγκατοίκηση» του ονείρου με την πραγματικότητα με έκανε αίφνης να συνειδητοποιήσω ότι εδώ και πολλά χρόνια παρατηρώ συστηματικά τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.
Μπαλκόνια μεγάλα, μικρά, κάποια ανύπαρκτα –ίσα ίσα μια σειρά από κάγκελα μπροστά στην μπαλκονόπορτα που θα μπορούσε να ήταν και παράθυρο, δίνει όμως μια λουξ ψευδαίσθηση στον ημιώροφο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν μετατραπεί σε υπαίθριες αποθήκες για να μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν η ασφυξία μιας ζωής κάνει πιο ασφυκτικό ένα σπίτι ή το αντίθετο. Με εκείνες τις ντουλάπες εξωτερικών χώρων σκουριασμένες και σκεβρωμένες από τις βροχές, σε αντίθεση με την εγγύηση του κατασκευαστή. «Μα πέρασαν πια 25 χρόνια, πόσο να αντέξει; Εδώ σκεβρώσαμε εμείς. Για πότε πέρασαν 25 χρόνια!». Και σκούπες, σφουγγαρίστρες, κουβάδες, τα παιχνίδια του παιδιού, κάτι παλιές καρέκλες στοιβαγμένες. Ισως και κανένας καναπές, όχι έπιπλο εξωτερικού χώρου, αυτός που ήταν παλιά στο χολ, «εδώ δεν τον πιάνει η βροχή, μια χαρά είναι για να βγαίνουμε πού και πού να καθόμαστε». Μόνο που δεν βγήκαμε ποτέ γιατί μέσα έχουμε το αιρκοντίσιον, έξω το καυσαέριο, έγινε πιο αναζωογονητικό το μέσα από το έξω.
Μπαλκόνια με τέντες, σκονισμένες, φθαρμένες, ελαφρώς σκισμένες, σε ένα ομοιόμορφο πράσινο, κάτι σαν το εθνικό μας μπλε, κάποιες κατεβασμένες μέχρι κάτω να κόβουν εντελώς τη θέα του σπιτιού. Ή πολύ ηλικιωμένοι που δεν θέλουν να βλέπουν τους έξω μένουν εδώ ή πολύ νέοι που δεν θέλουν να βλέπουν οι έξω τι κάνουν. Κάπου κάπου μια ομπρέλα θαλάσσης να ξεφεύγει λοξά από τα κάγκελα, λες και πρόκειται να αυτοκτονήσει. Και αυτή την πατέντα με τις «κουρτίνες» από CD για να μην πλησιάζουν τα πουλιά θα ήθελα να ξέρω ποιος τη σκέφτηκε. Οταν πέφτει πάνω τους ο ήλιος, μοιάζουν με καλειδοσκόπια, αλλά γίνεται αντανάκλαση και έρχεται καμιά φορά η ακτίνα και σε στραβώνει ενώ περπατάς στο πεζοδρόμιο. Και όσο πιο μικροαστική η γειτονιά τόσο λιγότερα τα μπαλκόνια με φυτά, στο Κολωνάκι είναι αρκετά, στην Κυψέλη κανένα σχεδόν. Δεν είναι το έξοδο της αγοράς ούτε το πότισμα, αλλά που θεωρείται ανεπίτρεπτη πολυτέλεια διαβίωσης. Πού και πού κανένα γιούκα ολομόναχο, «αυτό που είχε φέρει η εξαδέλφη σου πρόπερσι στη γιορτή σου». Και απλώστρες με τζιν παντελόνια στη σειρά και πολλές ανδρικές κάλτσες –γυναικείο εσώρουχο δεν έχω δει ποτέ σε αυτές τις απλώστρες.
Τα πιο θλιβερά όμως είναι τα μπαλκόνια των ξενοίκιαστων διαμερισμάτων. Σχεδόν τα λυπάμαι έτσι όπως χάσκουν ολόγυμνα, με κατεβασμένα μονίμως ρολά, σαν γεροντοκόρες που περιμένουν κάποιον να κάνει το αίμα να ξανακυλήσει στις φλέβες τους.