Δεν πάμε καλά, εδώ ο κόσμος καίγεται. Αυτό που ζήσαμε, τον βίο αβίωτο που βιώσαμε, δεν υπάρχει, δεν υφίσταται, είναι αποκλειστικά ελληνική εφεύρεση σαν τη φέτα Δωδώνης. Πέθανε ο Φιντέλ Κάστρο κι όλοι οι Ελληνες πέσαμε μονοί διπλοί πάνω του, αδιαφορώντας για της αυλής μας το σκατολόι.
Αλλά τι να πεις; Ετσι είμαστε εμείς οι κάτοικοι του ελβετικού Γκραουμπύντεν. Εχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα κι αγχωνόμαστε αν πάει 5 λεπτά πίσω ο ελβετικός ο κούκος. Ηταν καλό παιδί ο Κάστρο; Ετρωγε όλο του το φαγητό; Μήπως έτρωγε και λίγο παραπάνω; Πόσα πούρα Αβάνας κάπνιζε στην καθισιά του; Πόσες γκόμενες πήδηξε; Πόσες; ΠΟΣΕΣ; 35.000 σύνολο, γατάκι Σπαλιάρα.
Ηταν φασίστας; Ηταν επαναστάτης; Ηταν αμφιλεγόμενος; Ηταν του Μάη το σκίρτημα, του φεγγαριού η ασπράδα, ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν ακυβέρνητο, τι σκατά ήταν τέλος πάντων; Ευνόησε τη χώρα του; Κατέστρεψε τη χώρα του; Πέθανε και τον κλαίγανε; Πέθανε και τον γλεντάγανε; Τι έγινε, τι έπαιξε, τι μεσολάβησε, ποιος πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα; Ε;
Αυτά μας καίνε εμάς, αυτά μας απασχολούν. Εντρυφούμε στα δευτερεύοντα και παρακάμπτουμε τα πρωτεύοντα. Αναλύουμε τα ασήμαντα και προσπερνάμε τα σημαντικά. Τα επουσιώδη νικούν τα ουσιώδη. Και μετά ψάχνουμε να βρούμε ποιος διάολο μας ψεκάζει. Κανείς δεν μας ψεκάζει. Ψεκασμένοι γεννηθήκαμε. Αστόχαστοι γεννηθήκαμε. Αστόχαστοι υπήκοοι στου βασιλιά Αστόχαστου τη χώρα («Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα).
Τις μέρες αυτές ανατρέχω μόνιμα στην Πηνελόπη Δέλτα, την πατρικία των ελληνικών γραμμάτων. Λάτρεψα το «Παραμύθι χωρίς όνομα» –αργότερα θα με μάγευε και στο θέατρο σε διασκευή του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου αυτός ο άναρχος, αντιφατικός, σαματατζής λαός που ισορροπεί –με θεαματική αποτυχία –ανάμεσα στην απόκοτη λεβεντιά και την καλπάζουσα άνοια.
Βασικός ήρωας ο βασιλιάς Αστόχαστος. Ενα ανθρωπάκι σκαρφαλωμένο πάνω στον ετοιμόρροπο θρόνο, με τη στραβοχυμένη κορόνα και τα κουρέλια μιας πάλαι ποτέ πορφύρας… Ενα στρατιωτάκι αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο, παρατημένο στη γωνιά της σκακιέρας! Γύρω του βυσσοδομούν πραξικοπήματα, κινήματα, επαναστάσεις, ίντριγκες, διαπλοκές, συνωμοσίες. Το θησαυροφυλάκιο του κράτους το ‘χει βάλει ο βασιλιάς Αστόχαστος στην κωλότσεπη. Κι ο λαός πεινάει, φτώχεια, πείνα κι εξαθλίωση, φως από πουθενά.
Οταν σκουραίναν τα πράγματα, μονίμως η βασιλική οικογένεια το ‘σκαγε απ’ το παλάτι του Αστόχαστου με τους αστόχαστους υπηκόους. Η βασίλισσα αναλάμβανε να ενημερώσει τον βασιλιά για τη νέα μετακόμιση. Κι εκείνος, αδιάφορος κι αμέτοχος, αναστέναζε στωικά και μουρμούριζε:
«Αντε πάλι, μάζευε και κουβάλα»!
Δεν τον ενδιέφεραν, βλέπεις, τον βασιλιά Αστόχαστο τα βάσανα του λαού. Στα τσακίδια η πείνα, η ανέχεια, το αδιέξοδο, ο θυμός, η οργή, οι πέτρες που θρυμματίζανε τα ακριβά κρύσταλλα της χλιδής του! Τον ενδιέφερε μόνο μην ξεβολευτεί, Παναγία μου. Μην πάρει το δισάκι του στον ώμο, μην πλανιέται στα ερείπια μιας χώρας που αυτός κατέστρεψε:
–Αντε πάλι, μάζευε και κουβάλα!
Και καλά, εκείνον δεν τον νοιάζουν του λαού τα βάσανα. Δεν νοιάζουν και τον λαό του λαού τα βάσανα; Εδώ, 20 τόσα χρόνια τώρα ζούμε το έλα και δεν έχουμε καταλάβει ακόμα πως οι κρατούντες πρώτα τα κάνουν σκατά και ύστερα φεύγουν χαλαροί. Οχι απ’ τη χώρα. Απ’ την εξουσία. Ούτε υστεροφημίες, μαλάκα μου, ούτε τίποτα. Δυο στενά πιο κάτω, ένα τσιγάρο δρόμος, μια άλλη πόλις θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτήν. Απλά, θα ξεβολευτούνε κομμάτι. Θα χάσουν τα χούγια τους, ρε παιδί μου:
–Αντε πάλι, μάζευε και κουβάλα!
«Ζει ο βασιλιάς Αστόχαστος;». Absolument. Αλλάζει πρόσωπα, ιδεολογίες, εξαγγελίες, αλλά, ναι: Μια χαρά ζει ο βασιλιάς Αστόχαστος. Και μια χαρά θα μας θάψει όλους. Ολους εμάς τους αστόχαστους υπηκόους του που, για να αποκοιμηθούμε, μετράμε τις γκόμενες του Κάστρο.