Σε μία περιοχή ανοικτά των βουλγαρικών ακτών στη Μαύρη Θάλασσα, σε βάθος κοντά στα 150 μέτρα, υποβρύχια ρομπότ ανακάλυψαν τα καλοδιατηρημένα υπολείμματα ναυαγίων. Κάποια από αυτά εικάζεται ότι πριν μερικούς αιώνες ανήκαν στους στόλους βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Άλλα, κατά τις πρώτες εκτιμήσεις των επιστημόνων που τα εντόπισαν, μπορεί να ναυπηγήθηκαν από τους Οθωμανούς. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά κάποιων εκ των ναυαγίων που αποτυπώθηκαν από τις κάμερες των υποβρύχιων ρομπότ, προδίδουν την ταυτότητα πλοίων που διέσχιζαν τις θάλασσες κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Η καλοδιατηρημένη τους κατάσταση οφείλεται στο οικοσύστημα της Μαύρης Θάλασσας και ουσιαστικά στις ανοξικές συνθήκες, την έλλειψη οξυγόνου σε τέτοιο βάθος.
Οι επιστήμονες που έλαβαν μέρος στην αποστολή, στο πλαίσιο του προγράμματος Black Sea Maritime Archaeology με τη συνδρομή ειδικών από το πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, πραγματοποιούσαν μελέτες στα ανοικτά των βουλγαρικών ακτών για να διαπιστώσουν πώς η Μαύρη Θάλασσα εμπλουτίστηκε με τεράστιες ποσότητες νερού μετά το τέλος της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου, (12.000 π.χ), τι ποσοστό της αρχαίας ακτογραμμής καταποντίστηκε τότε και κατά πόσο αυτά τα κατακλυσμικά φαινόμενα επηρέασαν στο απώτερο παρελθόν αρχαίους πληθυσμούς που ζούσαν στην περιοχή.
Η ανακάλυψη των περίπου 40 ναυαγίων, αποτέλεσε μια παράπλευρη επιτυχία της αποστολής, όπως συνήθως συμβαίνει στις θαλάσσιες γεωλογικές έρευνες.
Ο καθηγητής Τζον Ανταμς από το πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, ανέφερε ότι χάρη στην τεχνολογία των υποβρυχίων ρομπότ που χρησιμοποιήθηκαν, ελήφθησαν για πρώτη φορά τρισδιάστατες εικόνες των ναυαγίων, χωρίς να διαταραχθεί ο πυθμένας, με αποτέλεσμα από τη σύνθεσή τους να δημιουργηθούν ρεαλιστικές απεικονίσεις των ναυαγίων αποκαλύπτοντας πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά τους.
Ωστόσο, το πότε ναυάγησαν και ποια ακριβώς χρονική περίοδο, είναι κάτι που αναμένεται να προκύψει από επιπλέον έρευνα. Όμως ορισμένα χαρακτηριστικά από συγκεκριμένα ναυάγια, συμφωνούν με ιστορικές περιγραφές πλοίων που ναυπηγούνταν τότε.
Δύο από τα πλοία που είχε στη διάθεση του το ναυτικό του Βυζαντίου εκείνη την εποχή, ήταν ο δρόμωνας και το χελάνδιο.
Ο δρόμωνας είχε δύο σειρές κουπιών ανά πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί και το πλήρωμά του ανερχόταν σε περίπου 200 κωπηλάτες. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές για μάχες σώμα με σώμα με τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων.
Το χελάνδιο ήταν πολεμικό πλοίο με δύο ιστία, τετράγωνα πανιά, και ανάλογα με τον τύπο του, μετέφερε πλήρωμα από 110 μέχρι 160 άνδρες.Εκινείτο και με κουπιά και όπως συνέβαινε με τον δρόμωνα, στην πλώρη του έφερε ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ.
Το κύριο χαρακτηριστικό του δρόμωνα και του χελανδίου, που και τα δύο ήταν πολεμικά πλοία, ήταν η ταχύτητα. Υπήρξαν μακριά κωπήλατα πλοία, τα οποία ξεχωρίζαν από τα καράβια του εμπορικού ναυτικού, που ήσαν στρογγυλά και κινούνταν με πανιά.Ο δρόμωνας είχε μήκος από 36 έως 55 μέτρα και πλάτος 5 έως 6 μέτρα.