Οι άνθρωποι που κινούνται ολοένα πιο αργά δίχως να νιώθουν πόνο ή να έχει προηγηθεί ένας τραυματισμός ή αρρώστια, μπορεί να πάσχουν εν αγνοία τους από σοβαρά νευρολογικά προβλήματα.
Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι η νόσος Πάρκινσον, της οποίας η βραδυκινησία (και όχι το τρέμουλο, όπως πιστεύει ο περισσότερος κόσμος) αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα.
Σε τέτοια περίπτωση, η αργή κίνηση αρχίζει από το ένα άκρο και σταδιακά εξαπλώνεται στην ίδια πλευρά του σώματος και αργότερα στην άλλη, δημιουργώντας προβλήματα στην καθημερινότητα του ασθενούς.
Όπως εξηγεί ο νευρολόγος Παναγιώτης Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας και πρόεδρος της ελληνικής εταιρείας εθελοντών και ασθενών για τη νόσο Πάρκινσον «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ-Κίνηση», είναι λάθος να εκλαμβάνεται η βραδυκινησία ως αθώα ένδειξη, ακόμα κι αν παρουσιαστεί σε 40άρηδες.
«Η βραδυκινησία μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά στους ασθενείς 40-50 ετών συχνά θεωρείται ένδειξη κατάθλιψης οπότε καθυστερεί η διάγνωση, ενώ μετά τα 60 και ειδικά μετά τα 70 έτη θεωρείται φυσιολογική ένδειξη της ηλικίας», λέει. «Ωστόσο πολύ σπάνια ισχύει αυτό. Συνήθως η βραδυκινησία έχει παθολογική αιτία».
Η πιο συχνή αιτία είναι η νόσος του Πάρκινσον που υπολογίζεται ότι προσβάλλει έως 30.000 άτομα στη χώρα μας και έως 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Η ηλικία έναρξης της νόσου είναι συνήθως τα 60 έτη, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ένας στους δέκα ασθενείς έχουν ηλικία κάτω των 50 ετών όταν γίνεται η διάγνωση.
Το Πάρκινσον
«Η κλινική εικόνα των αρρώστων με βραδυκινησία από νόσο Πάρκινσον είναι πολύ χαρακτηριστική», λέει ο κ. Ζήκος. «Αρχίζουν να κινούν ολοένα πιο αργά ένα άκρο (συνήθως το ένα χέρι), με την επιβράδυνση να εντείνεται με τις μονότονες κινήσεις όπως αυτές που κάνουμε όταν γράφουμε ή βάφουμε».
Η καθυστέρηση στην κίνηση είναι συνεχής και όχι διακοπτόμενη, και έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητα, διότι οι ασθενείς δυσκολεύονται να εκτελέσουν απλές δραστηριότητες, όπως να ξυριστούν, να κουμπώσουν τα κουμπιά στο πουκάμισό τους ή να βάλουν το κλειδί στην πόρτα επειδή το χέρι τους είναι «ξύλινο», όπως λένε.
«Αν αρχίσει βραδυκινησία στο πόδι, ο ασθενής κάνει πιο μικρά βήματα και “σέρνει” τα πόδια του, ενώ μπορεί να σκοντάφτει συχνά ή να δυσκολεύεται να αρχίσει το περπάτημα», συνεχίζει ο κ. Ζήκος.
«Όταν, δε, η βραδυκινησία προσβάλλει τους μυς του προσώπου, αυτό μπορεί να γίνει ανέκφραστο σαν μάσκα – και η έλλειψη έκφρασης είναι τόσο έντονη ώστε συχνά τους παρεξηγούν οι οικείοι τους ή ακόμα και οι γιατροί, γιατί νομίζουν ότι έχουν κατάθλιψη ή ότι δεν τους καταλαβαίνουν επειδή δεν έχουν εκφράσεις».
Η βραδυκινησία του Πάρκινσον πάντοτε αρχίζει από τη μία πλευρά του σώματος (ετερόπλευρα) και αργότερα προσβάλλει και τις δύο πλευρές (αμφοτερόπλευρα), προσθέτει και διευκρινίζει πως είναι το μοναδικό σύμπτωμα που έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι ασθενείς με Πάρκινσον.
«Αν ένας άνθρωπος δεν έχει βραδυκινησία, είναι αδύνατον να έχει Πάρκινσον όσο κι αν τρέμει. Μπορεί ο κόσμος να συνδέει το τρέμουλο με τη νόσο Πάρκινσον, αλλά στην πραγματικότητα ο ένας στους τρεις ασθενείς δεν το εκδηλώνουν ποτέ. Αργές κινήσεις, όμως, όλοι έχουν, με ή χωρίς τρέμουλο» ξεκαθαρίζει.
Και προσθέτει: «Για να έχει ένας ασθενής Πάρκινσον, πρέπει να έχει βραδυκινησία που άρχισε από τη μία πλευρά του σώματος και ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: τρέμουλο ενός άκρου (αν για παράδειγμα αρχίσουν να τρέμουν και τα δύο χέρια μαζί, δεν είναι Πάρκινσον), δυσκαμψία σε ένα άκρο, ή/και αστάθεια στη βάδιση».
Τα βασικά γάγγλια
Η βραδυκινησία οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας των βασικών γαγγλίων – μίας ομάδας δομών (λέγονται πυρήνες) στον εγκέφαλο που είναι υπεύθυνες για την εκμάθηση και τον έλεγχο των κινήσεων.
Η διαταραχή των βασικών γαγγλίων μπορεί να οφείλεται σε νευρολογικά νοσήματα, όπως το Πάρκινσον, ή στη λήψη αντιψυχωσικών φαρμάκων ιδίως παλαιού τύπου.
Η επιβράδυνση των κινήσεων αρχίζει όταν τα βασικά γάγγλια δεν επικοινωνούν ικανοποιητικά μεταξύ τους ώστε να στείλουν στους μυς τα σωστά μηνύματα που θα τους επιτρέψουν να κινηθούν συγχρονισμένα και με τον κατάλληλο ρυθμό.
Σε περίπτωση που οφείλεται στη λήψη αντιψυχωσικών φαρμάκων, η αιτία της είναι το ότι ο ασθενής μπαίνει σε μια κατάσταση ηρεμίας που τον κάνει να κινείται αργά.
Υπολογίζεται ότι το 20-40% των ασθενών που παίρνουν φάρμακα για ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, εκδηλώνουν μέσα στις πρώτες μέρες από την έναρξη της αγωγής βραδυκινησία και άλλα συμπτώματα που μοιάζουν με Πάρκινσον. Καθώς περνάει ο καιρός όμως, ο οργανισμός τους συνηθίζει τα φάρμακα και τα συμπτώματα αυτά υποχωρούν.
Όποια κι αν είναι η αιτία της, η επιβράδυνση των κινήσεων συνήθως εμφανίζεται απότομα και πολλές φορές εκπλήσσει δυσάρεστα και δημιουργεί στρες στον πάσχοντα επειδή τον τρομάζει. Το στρες εντείνεται όταν η βραδυκινησία δεν εμποδίζει μόνο την εκτέλεση δραστηριοτήτων όπως η βάδιση και η κατανάλωση φαγητού, αλλά επηρεάζει την ισορροπία (π.χ. επειδή το άτομο δεν μπορεί να αιωρεί ελεύθερα τα χέρια του όταν περπατάει), την εκφραστικότητα (επειδή, για παράδειγμα, δεν μπορεί να κινεί τα χέρια του όταν μιλάει ή να σηκώνει τα φρύδια του όταν εκπλήσσεται για κάτι) και πολλές καθημερινές λειτουργίες.
Διεπιστημονική ομάδα
Η αντιμετώπιση της βραδυκινησίας προϋποθέτει ότι θα διαγνωστεί σωστά και θα εντοπιστεί η αιτία της, καθώς και ότι η διάγνωση θα γίνει εγκαίρως γιατί η κατάσταση είναι προοδευτικά εξελισσόμενη και όσο αφήνεται να εξελιχθεί, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η θεραπεία.
Η αγωγή μπορεί να συμπεριλαμβάνει φάρμακα που προσπαθούν να εξομαλύνουν την επικοινωνία των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου μεταξύ τους για να βελτιώσουν τα συμπτώματα των ασθενών, φυσικοθεραπεία για τη βελτίωση της κινητικότητας, της ισορροπίας και της ανεξαρτησίας, ή/και ορισμένες παρεμβατικές θεραπείες (π.χ. τοποθέτηση αντλίας συνεχούς έγχυσης φαρμάκων ή ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου με ειδικό «βηματοδότη») στην περίπτωση της νόσου Πάρκινσον, που μειώνουν τα κινητικά συμπτώματα.
«Η επιλογή της θεραπείας είναι εξατομικευμένη και πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά από ειδική, διεπιστημονική ομάδα που αποτελείται από εξειδικευμένο νευρολόγο, νευροψυχολόγο, νευροχειρουργό και ψυχίατρο ώστε να επιλεγεί η καταλληλότερη μέθοδος που θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του ασθενούς με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο», καταλήγει ο Δρ. Ζήκος.