Στην πιο βαθιά τους εννοιολογική ρίζα οι λέξεις Λόγος, Λέγω σήμαιναν φανερώνω και συγκροτώ, δομή, δομώ. Εξάλλου και στη θεολογική παράδοση ο Θεός «είπε» και το χάος έγινε κόσμος, άρα είναι μια σπορά ενός σπόρου από τον οποίο φυτρώνουν φυτά και καρποί.

Αυτά στην πρώτη εμφάνιση και χρήση του λόγου. Με τον καιρό όμως και τις στρατηγικές χρήσεις του εργαλείου αυτού συχνά ο λόγος έγινε πρόσχημα, προσωπείο, καταφύγιο, τοίχος, παραπέτασμα, παραπλάνηση. Υποκατάστατο της σιωπής. Ο Ηράκλειτος ήδη πριν από 2.500 χρόνια μάς είχε ειδοποιήσει αφού αυτή τη στρατηγική της έβρισκε και στο επίπεδο αναφοράς, στον θεϊκό λόγο. Εγραφε: «Ο θεός που το ιερό του είναι στους Δελφούς (Απόλλων) ου λέγει, ου κρύπτει, αλλά σημαίνει». Δηλαδή ο θεός ούτε φανέρωνε μέσω της προφητείας ούτε έκρυβε, αλλά μιλούσε με σημεία, που, βεβαίως, χρειάζονταν αποκρυπτογράφηση, απόπειρες ερμηνείας με όλους τους κινδύνους της παρερμηνείας και της παρεξήγησης.

Ο Σοφοκλής σε εκείνο το έξοχο και αξεπέραστο Α’ Στάσιμο της «Αντιγόνης» ορίζει: «Πολλά τα δεινά κι ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» («πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά»). Ο Χάιντεγκερ μεταφέροντας αυτούς τους στίχους σε δοκίμιό του μεταφράζει αναλυτικά: «Πολλά είναι δυσερμήνευτα, απρόσιτα, ακατανόητα, απροσδόκητα, τίποτα πιο δυσερμήνευτο, ακατανόητο, απρόσιτο, απροσδόκητο από τον άνθρωπο».

Ο Οιδίπους λύνει το αίνιγμα της δεινής σφίγγας που είναι ο Ανθρωπος και ο ίδιος ο λύτης των αινιγμάτων δεν ξέρει ούτε ποιος είναι ούτε από πού είναι ούτε σε ποιο λάκκο λεόντων έχει βρεθεί. Δεινότατος! Ολες οι τέχνες και οι επιστήμες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ακολουθούν την εντολή του Σκοτεινού Εφέσιου: προσπαθούν μιλώντας με σήματα («γλώσσες») να αποκρυπτογραφήσουν τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο οποίος, για να παίξω με τις έννοιες, κρύπτεται ομιλώντας (ή γράφοντας) ή λέγει κρυπτόμενος πίσω από τις λέξεις (και τα γράμματα).

Το θέατρο που μας ενδιαφέρει εδώ και χιλιάδες χρόνια, ένα παιχνίδι με την πολυσημία, προσπαθεί να ανακαλύψει πίσω από τα προσωπεία, τα προσχήματα, τη ρητορική, τους κώδικες της συνεχούς κρυπτείας των ανθρώπων, τα αληθινά κίνητρα, τις βαθιές χαράξεις που τις καλύπτουν, τις κρύπτουν οι στολισμοί, οι μεταμορφώσεις, οι ψιμυθιώσεις.

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ. Πολλές φορές, για να μην πω, συστηματικά ο λόγος κρύπτει, καταχωνιάζει μέσα στη σιωπή την αλήθεια επιστρατεύοντας λεκτικά συντάγματα, σχήματα, τερτίπια, μεταφορές, παρομοιώσεις, εντυπωσιακές κορόνες ή σιωπές με υπονοούμενα.

Ας θυμηθούμε επ’ ευκαιρία πως η αρχαία λέξη «υποκρίνομαι» σήμαινε ομιλώ έχοντας κρύψει το πρόσωπό μου πίσω από ένα προσωπείο! Και πώς κατέληξε να σημαίνει σήμερα.

Αυτές τις σκέψεις μού προκάλεσε το νέο έργο του Λεωνίδα Προυσαλίδη που παίζεται στο Θέατρο Χορν. Και θα ομολογήσω πως όταν ένα έργο σε ωθεί να σκεφτείς πάνω στα ανθρώπινα θέτοντας πάλι και πάλι τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης αγωνίας για την ύπαρξη, αξίζει τον κόπο.

Ο Προυσαλίδης πρέπει να αγαπάει περιπαθώς το θέατρο και την ιστορία του γιατί σε όλα τα έργα του ώς τώρα (όχι πολλά) διαβλέπει μια έντονη αναφορά σε σύμβολα, ιδέες, εικόνες από τα σπουδαία κείμενα της θεατρικής λογοτεχνίας. Δεν είναι ούτε δάνεια ούτε επίδειξη ούτε τάχα μου θαυμασμός. Είναι η αίσθηση πως το θέατρο είναι μια αλυσίδα αλληλεπίδρασης μαστόρων και μια συνεχής ένταξη στην ηθική και στις μεθόδους της συντεχνίας.

Ο Προυσαλίδης επαναφέρει στη σκηνή ένα διάσημο δίδυμο, δύο γηραιούς κλόουν. Αρα, η καταγωγή τους είναι το τσίρκο. Εκεί οι δύο κλόουν έχουν ο καθένας διαφορετική ιδιοσυγκρασία, συνήθως ο ένας πιο εξωστρεφής, ο άλλος πιο κλειστός. Το σινεμά μάς δώρισε τον Χοντρό και τον Λιγνό, τους αδελφούς Μαρξ, τους Αμποτ και Κοστέλο, τον Τζέρι Λιούις και τον Ντιν Μάρτιν και σε μια εξαίσια αποκαλυπτική συνάντηση τον Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον. Στο θέατρο το δίδυμο απαθανατίστηκε με τους Βλαδιμίρ και Εστραγκόν τού «Περιμένοντας τον Γκοντό» και τους Λάκι και Μπάτζο του Πίντερ στον «Επιστάτη». Συνέχισαν στα δικά μας νερά ο Σκούρτης και ο Μουρσελάς («Εκείνος κι εκείνος») και ο Ευθυμιάδης και ο Ποντίκας. Αλλά και στο ελληνικό σινεμά (Φωτόπουλος – Αυλωνίτης στη «Λατέρνα») και οι διάφοροι φτωχοδιάβολοι (Βέγγος – Παπαθανασόπουλος, Τσάκωνας – Μανέλης) αναδίπλωσαν την τσιρκολάνικη παράδοση.

Ο Προυσαλίδης έχει δομήσει το έργο του πάνω σε δύο γεροντοπαλίκαρα που κρύβουν πίσω από τη ρουτίνα της μίζερης καθημερινότητας μια μεγάλη ενοχή.

Αν με το ζόρι ήθελε να βρει κανείς ελαττώματα στο έργο «Από τη σιωπή ώς την άνοιξη», είναι ακριβώς το πρώτο μέρος όπου γίνεται μια φλύαρη συνεχής επανάληψη της καθημερινής στρατηγικής γκρίνιας που δαπανά την τελευταία ικμάδα των δύο υπερηλίκων. Και λέω στρατηγική διότι έχουν εφεύρει τεχνάσματα, εντάσεις, πλασματικές διαφωνίες, αναίτιες εκρήξεις για να γεμίζουν τον κενό χρόνο τους.

Εως τη στιγμή που εισβάλλει στην ερημιά τους το θήλυ και αναμοχλεύει ξεχασμένες ορμές, κοιμισμένα πάθη. Τώρα οι κοινές στρατηγικές διαφοροποιούνται σε στρατηγικές αντίπαλες με σκοπό την εξόντωση του αντιπάλου. Ελπίδες αναπτερώνονται, σχέδια βίου επαναπροσδιορίζονται και η ρήξη οδηγεί στη διάλυση. Οταν ο όφις (που είναι και ανίδεος και ανήθικος για την ταραχή που φέρνει η παρουσία του) εισχωρεί από τη ρωγμή, το οικοδόμημα τρίζει και έρχονται στην επιφάνεια τα απωθημένα, ό,τι είχε μπαζωθεί, τσιμεντωθεί, ενταφιαστεί. Βρικολακιάζει ένα έγκλημα και το φάντασμα ενός θύματος ανατρέπει την ισορροπία.

Και βέβαια η αποκατάσταση της ισορροπίας δεν μπορεί παρά να γίνει πάλι μ’ ένα έγκλημα. Αλλά ο Προυσαλίδης δεν γράφει αστυνομικό θρίλερ. Και στη σκηνή η ισορροπία αποκαθίσταται με την καταφυγή πάλι στα προσωπεία. Το έργο του Προυσαλίδη έρχεται σε μια εποχή που επανακάμπτει το ενδιαφέρον για το ελληνικό έργο. Σε εποχή βέβαια δραματουργικής σύγχυσης, όπου μπερδεύονται η πεζογραφία με τη σκηνή και η θεατρική δεοντολογία αιώνων με τη μεταμοντέρνα διαστροφή.

Η Λίλλυ Μελεμέ που σκηνοθέτησε το έργο συνεχίζει να τιμά τα έργα με στέρεη δομή και θεατρική αυθεντικότητα. Καθοδηγεί έμπειρους ηθοποιούς διαφορετικής σχολής (ο Τσακίρογλου της σχολής του Εθνικού, ο Φέρτης του Κουν) να βρίσκουν το ομόλογο γράδο.

Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα είναι εξόχως λειτουργικά με ταξικό γούστο και θεατρική ευφυΐα. Ο πάντα θεατρικά εύστοχος Σταύρος Γασπαράτος βρήκε τη δραματουργική αιχμή των μουσικών σχολίων του. Η Μάσχα φωτίζει πάντα δημιουργώντας χωρίς εντυπωσιασμούς ατμόσφαιρα.

Η Κατερίνα Λέχου κατόρθωσε να δραματοποιήσει, δηλαδή να ταράξει την ακινησία και συνάμα να δείξει πως είναι ανεύθυνη για την ταραχή. Ηταν σαν τη ρεστία στη θάλασσα, γαλήνη στη επιφάνεια, δίνες στο βυθό.

Ο Γιάννης Φέρτης σε κόντρα ρόλο από την ιστορία του έφτασε σε υψηλά επίπεδα υποκριτικής μηχανορραφίας και ο Τσακίρογλου σε έναν από τους καλύτερους ρόλους του απογείωσε ένα χαρακτήρα από τον βούρκο στον ουρανό και τον προσγείωσε με μαεστρία πάλι στη λάσπη.

Πού:

Θέατρο Δημήτρης Χορν, Αμερικής 10, τηλ. 210-3612.500

Κείμενο:

Λεωνίδας Προυσαλίδης

Σκηνοθεσία:

Λίλλυ Μελεμέ

Σκηνικά – κοστούμια:

Γιώργος Πάτσας

Σχεδιασμός φωτισμού:

Μελίνα Μάσχα

Μουσική:

Σταύρος Γασπαράτος

Ερμηνείες:

Γιάννης Φέρτης, Νικήτας Τσακίρογλου, Κατερίνα Λέχου